AX TI TRABANE KAI AUTA TA ALOGAKIA

APO MIKROS STA BASANA

ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ


Σ'ενα χωριό που ζει απο τον τουρισμό λόγω της κρίσης τα πάντα έχουν νεκρωθεί.
Για να επιβιώσουν οι κάτοικοι, ο ένας δανείζεται απο τον άλλο.
Ο καιρός περνά μέσα σ'αυτή τη θλιβερή ατμόσφαιρα ώσπου μια μέρα έρχεται ένας
και ζητάει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο του χωριού.
Ο ξενοδόχος του λέει την τιμή και εκείνος προπληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των 100
Ευρώ
Πρίν ακόμα ανέβει στο δωμάτιο του, ο ξενοδόχος πηγαίνει το χαρτονόμισμα στο χασάπη
στον οποίο χρωστάει ακριβώς 100 Ευρώ.
Ο χασάπης παίρνει το χαρτονόμισμα και τρέχει να το δώσει στον κτηνοτρόφο που
τον εφοδιάζει με κρέας.
Ο κτηνοτρόφος παίρνει το χαρτονόμισμα και πηγαίνει να το δώσει στην κουρτιζάνα
του χωριού που της χρωστάει κάποιες τρυφερές ώρες που πέρασαν μαζί.
Εκείνη με τη σερά της τρέχει και το δίνει στον ξενοδόχο που του χρωστάει μερικές
βραδυές που χρησιμοποίησε τα δωμάτια του με τους πελάτες της.
Οπως άφηνε το χαρτονόμισμα στη ρεσεπσιόν, ο τουρίστας που μόλις κατέβηκε απο το δωμάτιο του λέγοντας
στον ξενοδόχο ότι δεν του αρέσει και άλλαξε γνώμη, αρπάει το χαρτονόμισμα και φεύγει.
Τελικά τίποτα δεν ξοδεύτηκε, κανείς δεν έχασε, κανείς δεν κέρδισε και όλα τα χρέη
ξεχρώθηκαν!

Μήπως κάπως έτσι θα μπορέσομε να βγούμε
απο την κρίση;
to brika edw***http://www.vassakis.blogspot.com/

ENA OMORFO SABATOKIRGIAKO GIA OLOUS


Για μένα προσωπικά, είναι η καλύτερη μέθοδος που υπάρχει...;)

AUTO PONESE .........

Συλλογή με ξένες αστείες, χαζές και απαγορευμένες διαφημίσεις!

ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΞΕΝΑ ΚΑΠΟΥΛΙΑ ΑΥΤΑ ΠΑΘΑΙΝΕΙ

Μαθήματα κουλτούρας

Για τον Αμερικάνο όλα είναι business, κοιτάει μακρυά και δεν αποσπάται η προσοχή του.
Ο Καναδός είναι λίγο αποστασιοποιημένος και λίγο αφελής...
Ο Ιταλός και το Γάλλος.....κοιτάνε μόνο τον κώλο της!
Από molemou

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ

Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στην Αρφά Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης το 1926, ενώ η καταγωγή των δικών του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων. Από μικρό παιδί άρχισε να τον «τραβάει» η λύρα, που όπως αναφέρει ο Στέλιος Αεράκης, είναι το κυρίαρχο όργανο, όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στο ίδιο του το σπίτι μέσα. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδελφός Νικήστρατος και ο συγχωριανός του Μήτσος Καφάτος, που υπήρξε δάσκαλός του και ήταν ένας από τους καλύτερους δεξιοτέχνες της περιοχής του Ρεθύμνου την εποχή εκείνη.
Στην κατοχή, ο δεκαπεντάχρονος πια Κώστας Μουντάκης, παίζει λύρα και τραγουδά στο καφενείο του χωριού και λίγο αργότερα, μπόρεσε μόνος του να βγάλει ένα ολόκληρο γάμο και χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης. Τον Κώστα Μουντάκη, τον συναντάμε κατά την στρατιωτική του θητεία στην Αθήνα, το 1949, όπου και γνωρίζεται με τον Κίμωνα Καρρά στο τότε Ε.Ι.Ρ. και ξεκινάει μια συνεργασία, παίζοντας πολύ συχνά λύρα στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας την κρητική μουσική. Παράλληλα με το ραδιόφωνο, κάνει στέκι του την κρητική ταβέρνα τα «Χανιά», όπου παίζει τα σαββατοκύριακα. Στην ταβέρνα αυτή, έμεινε δέκα οκτώ χρόνια σχεδόν, με συνεργάτες του το Νίκο Μανιά και αργότερα το Γιάννη Ξυλούρη και το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη.
Το ίδιο διάστημα, είμαστε τώρα στο 1952, και με το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου μένει μέχρι το 1967. Για πρώτη φορά τον συναντάμε στη δισκογραφία το 1952, που συνοδεύει στη λύρα το Στέλιο Κουτουρέλη, ενώ το 1954, πρωτοτραγουδάει σε δίσκο.
Η φήμη του Κώστα Μουντάκη δεν άργησε να εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο! Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια σε Αμερική, Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία, Ν. Αφρική κτλ. πηγαίνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα της κρητικής μουσικής παράδοσης. Το 1976, μετά από κάλεσμα της Ελένης Καραΐνδρου, συμπράττει σε μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων, μαζί με άλλους οργανοπαίκτες, ενώ το 1979, με τη συμπαράσταση του γιού του Μάνου και διάφορων πολιτιστικών φορέων του νησιού, ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του «Ηρακλείου Απόλλων» για να ακολουθήσουν το Ρέθυμνο, τα Χανιά, ο Άγιος Νικόλαος και η Αθήνα, στο «Ελληνικό Ωδείο».
Το έργο του Κώστα Μουντάκη είναι σημαντικό και αξεπέραστο. Βοήθησε όσο κανένας άλλος στη διάσωση και τη σωστή εκμάθηση της λύρας και η γενικότερη προσφορά του στη μουσική παράδοση της Κρήτης είναι ανεκτίμητη. Ο Κώστας Μουντάκης πέθανε τον Ιανουάριο του 1991. Ένα χρόνο αργότερα το 1992 στο πρώτο Φεστιβάλ Κρητικής Μουσικής που έγινε στην Αθήνα και ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του, ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας είπε για το μεγάλο κρητικό: «Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη το Γενάρη του 1991, δε σηματοδοτεί παρά μόνο την απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δασκάλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής, όπως το δικό του, δεν μπορεί να σταματήσει ο θάνατος!»

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΟΡΔΑΛΟΣ

Ο Θανάσης Σκορδαλός γεννήθηκε στο Σπήλι το 1920. Ήταν η Θεία Φώτιση αυτή, που από μικρό παιδί τον έφερε στην εκκλησία, να βοηθάει τον παπά και σε ηλικία μόλις επτά χρονών, βρίσκουμε το μικρό Θανάση στο ψαλτήρι. Μέσα σε πέντε χρόνια, είχε μάθει όλη την οκταηχία, χωρίς καν ακόμα να ξέρει μουσική.
Θέτω στη διάθεσή σας, τη συνέντευξη του Θανάση Σκορδαλού στο δημοσιογράφο Ντίνο Κωσταντόπουλο, το 1992. «Σαν παιδί, συνάμα με τα εκκλησιαστικά, μου άρεσε πάρα πολύ η λύρα και το λαούτο. Εκείνα τα χρόνια εγώ δεν ήταν τόσο πολύ διαδεδομένο το λαούτο, όσο το μαντολίνο και το όργανο που έπαιζε ο Φουσταλιέρης στο Ρέθυμνο, η μαντόλα. Τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια εγώ σαν παιδί είχα βοήθεια από το μαντολίνο πρώτα. Σαν παιδί λοιπόν, εκρατούσα δύο ξύλα. Το ένα το έβαζα στο αριστερό μου πόδι, σα λύρα και το άλλο στο χέρι σα δοξάρι και τραγουδούσα! Ήταν ένα δείγμα, ότι έπρεπε να πιάσω λύρα στα χέρια μου, όπως έλεγαν διάφοροι στο χωριο.
Σε ηλικία 9 ετών, αγόρασα μια λύρα. 18 δραχμές. Και ευγνωμονούσα τον άνθρωπο που μου έδωσε τη λύρα. Του έκαμα πολλές ευχαριστίες. Άρχισα λοιπόν, χωρίς να μου δείξει κανένας, να παίζω κομμάτια απ’ αυτά που άκουγα σαν παιδί. Σιγά-σιγά, αναπτύχθηκε το ταλέντο. Σε ηλικία 11 ετών., ήρθε ο Αντρέας Ροδινός στο χωριό μου. Είχε συμπάθεια στο Σπήλι και γι’ αυτό ερχότανε εύκολα, κάθε φορά που τον φωνάζανε. Όταν τον προωτοάκουσα, ενώ είχαμε κι άλλους οργανοπαίχτες στο χωριό μου, μου ‘κανε τρομερή εντύπωση. Όταν τον άκουγα, η ραχοκοκαλιά μου έσταζε νερό. Δημιουργούσα σκέψεις μέσα μου, αν μπορούσα μια μέρα των ημερών να κατορθώσω να παίξω κι εγώ λύρα στο ήμισυ αυτού του ανθρώπου, που λέγεται Ανδρέας Ροδινός.
Ένα βράδυ, του Αγίου Στυλιανού αξέχαστα, ξανάρθε ο Ροδινός στο χωριό. Τον είχε καλέσει στη γιορτή του ένας δικηγόρος, ο Στυλιανός Καλογρίδης. Οι Σπηλιανοί, χωρίς να ξέρω εγώ τίποτα, είπαν στον Αντρέα, όταν του ταιριάσει και είναι καλά, “Φώναξε στο Σκορδαλάκι, να παίξει λίγη λύρα, να μας πεις και τη γνώμη σου.” Πράγματι έγινε αυτό!
Εγώ ήμουν στο τελευταίο σκαλί σε μία σκάλα και έβαλα το χέρι μου για να σηκώσω την μπουκαπόρτα που λέμε, να φύγω. Μ’ έπιασε τρεμούλα, αλλά ο Θεός ξέρει τι είχανε βάλει από πάνω και δεν άνοιγε η πόρτα! Έτσι, υποχρεωτικώς με το χειροκρότημα, ο Θεός ξέρει πώς, εκατέβηκα τη σκάλα. Πήγα κοντά στον Μπαξεβάνη που έπαιζε με τον Ροδινό. Σηκώθηκε ο Αντρέας επάνω, μου έδωσε τη λύρα και μου είπε: “Θανάση, θέλω να με ξεκουράσεις λίγο, γιατί κουράστηκα.”
Η σκέψη του βέβαια ήταν άλλη. Εν πάση περιπτώσει, έπιασα τη λύρα. Ο Μπαξεβάνης άρχισε τον πρώτο χανιώτικο συρτό, για να τον ακολουθήσω εγώ! Τον ακολούθησα παρά το τρακ που είχα. Ο Αντρέας δεν ήταν κοντά μου. Επήγε πίσω από την πόρτα για να μην τον βλέπω και παθαίνω μεγαλύτερο τρακ. Με άκουσε που έπαιξα κάμποσα γυρίσματα, δεν άντεξε, ήρθε, μου πιάνει το δεξί χέρι, με αγκαλιάζει, με φιλεί και λέει: “ΣΠΗΛΙΑΝΟΙ, ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΜΟΥ!” Σα να ήξερε ο καημένος, ότι στα 23 του χρόνια θα φύγει. Τα χρόνια περνούσαν σιγά-σιγά. Οι Σπηλιανοί αντιλήφθηκαν το ταλέντο μου, με αγκάλιασαν και με βοήθησαν πάρα πολύ. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μερακλής άνθρωπος. Ήταν καλός μαντιναδολόγος και καλός χορευτής και το είχε καμάρι. Με βοήθησε πολύ η ψαλτική. Οι ήχοι της εκκλησίας που εγώ αγάπησα, έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην καλλιτεχνική μου καριέρα. Θα σας πω ένα περιστατικό με τον μουσικολόγο Περιστέρη.
Μου είπε κάποτε:- Ποιο ωδείο έχεις βγάλε Σκορδαλέ;- Του Σπηλίου. Του είπα.- Ποιο είναι αυτό; Με ρώτησε.- Το χωριό μου.- Μα έχει το χωριό σου ωδείο;- Δεν έχει ωδείο, αλλά έχει τη φύση.- Εδώ όμως κάτι συμβαίνει, μου λέει. Μήπως έχεις κανένα συγγενή ψάλτη;- Εγώ ο ίδιος ψάλω, του λέω.- Αυτό είναι, το βρήκα! Μου λέει. Έχεις κ. Σκορδαλέ τοποθετήσεις στο παίξιμό σου, της βυζαντινής μουσικής και μου κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν μου λες ότι δεν έχεις ιδέα από μουσική.- Δεν έχω κ. Περιστέρη, του λέω. Ούτε κατά διάνοια δεν ξέρω τι θα που οι νότες κτλ.Του φάνηκε περίεργο και μου λέει:- Τότε είναι ένα σωστό ταλέντο που σου έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα!»[Από τη συνέντευξη-αφήγηση στον Ντίνο Κωνσταντόπουλο 1992] Όλη η δημιουργική ίσως παρουσία του Σκορδαλού, φαίνεται περιληπτικά στην παρακάτω μαντινάδα:«Εννιά χρονώ σαν ήμουνα πρωτόπιασα τη λύραμε πίστη την αγάπησα κι απόφαση το πήρα.Λύρα να μάθω ήθελα, την Κρήτη να γλεντίζωκαι σαν τηνε πρωτόπιασα, άρχισα να ελπίζω».Σύμφωνα με στοιχεία από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι, ο Θανάσης Σκορδαλός στη δισκογραφία πρωτοεμφανίστηκε το 1946, με το περίφημο «Σπηλιανό Συρτό» και με συνεργάτη του το μεγάλο λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη).
Ο Μαρκογιάννης συνόδευε τον Σκορδαλό από το 1938, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’60. Κατά την περίοδο 1947-54, ο Σκορδαλός συνεργάστηκε με τον μεγάλο Μπαξεβάνη στην ηχογράφηση τριών δίσκων 78 στροφών, που περιείχαν σπουδαία τραγούδια, όπως το «Ξεροστεριανό νερό», και «Στων αματιών σου τη φωτιά». Ο Σκορδαλός συνεργάστηκε με το Νίκο Μανιαδάκη (Μανιά), και με τους λαγουτιέρηδες Γιώργο Μετζάκη, Σταμάτη Μαυροδημητράκη, Πέτρο Καρμπαδάνη και άλλους.
Το 1947, άκουσε στον Σκορδαλό ο τότε πρόεδρος του κόμματος των Φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που τον διόρισε υπάλληλο στην Υπηρεσία Ασφαλείας της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο Σκορδαλός υπηρέτησε για 60 (!) χρόνια την κρητική μουσική. Πραγματοποίησε δεκάδες εμφανίσεις στους Κρήτες της διασποράς σε Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, Καναδά και Αφρική. Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος είπε για τον Σκορδαλό! «Ήμουνα 11 χρονώ το 1952, όταν πρωτοάκουσα το Θανάση Σκορδαλό και νόμιζα ότι ένας αρχάγγελος κατέβηκε στην Κρήτη και τραγουδούσε με τη λύρα του για να χορέψουν οι έφηβοι και τα ωραία κορίτσια της Μεγαλονήσου. Πέρασε η 10ετία του 1950 ταραγμένη ως μεταπολεμική και πάνω στις αρχές του ’60, ο Θανάσης Σκορδαλός και ο Κώστας Μουντάκης, άνοιξαν τις πόρτες της αγαλλίασης, της υπέρμετρης συγκίνησης, της ευφωνίας και της ξέφρενης ρυθμικής ανάτασης, με τα μελωδήματα, τους σκοπούς και τα ριζίτικα, τις μαντινάδες, τους χορούς και τα γυρίσματα που μαγεύουν μέχρι σήμερα ντόπιους και ξένους… Ο Σκορδαλός πλούτισε την κριτική παραδοσιακή μας μουσική, με σπάνια δώρα που θα κρατάνε χρόνια πολλά.»
Ο Θανάσης Σκορδαλός, ο άνθρωπος που πρόσφερε τόσα πολλά στην κρητική μουσική και τιμήθηκε από πάρα πολλούς πολιτιστικούς και λαογραφικούς φορείς ελληνικούς και ξένους, έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998. Ο Χ. Παπαδάκης, για το θάνατο του Σκορδαλού, έγραψε την παρακάτω μαντινάδα:



«Στο θάνατό σου βρόντηξε και σείστηκε η Κρήτη


Δάκρυα τα χιόνια γίνανε του γέρο Ψηλορείτη.»


Μουσείο κέρινων ομοιωμάτων στα Ζωνιανά

Μια άλλη όψη του χωριού Ζωνιανά που ίσως πολύ δεν ξέρετε είναι και το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων που υπάρχει εκεί.Στο μουσείο αυτό υπάρχουν 87 κέρινα ομοιώματα σε φυσικό μέγεθος και αναπαριστούν σκηνές από την ιστορία της Κρήτης. Ο χώρος που στεγάζει αυτό το μουσείο είναι ειδικά διαμορφωμένος και με ανάλογη διακόσμηση με την θεματολογία και έχει συνολικό μέγεθος κοντά στα 1000 τετραγωνικά

Αφιέρωμα στον Ψηλορείτη ετοιμάζει το ΒΒC!

Αφιέρωμα στον Ψηλορείτη ετοιμάζει το τηλεοπτικό κανάλι της Αγγλίας "BBC". Για το σκοπό αυτό, πενταμελές συνεργείο "BBC" πραγματοποίησε κινηματογραφικές λήψεις στην ορεινή περιοχή του Ψηλορείτη.
To συνεργείο του καναλιού, ξεναγήθηκε στον Ψηλορείτη από μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Ρεθύμνου και παρακολούθησε λειτουργία που τελέστηκε στο Ναό του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, τα μέλη του συνεργείου επισκέφθηκαν τα Ανώγεια.
Η επίσκεψη του αγγλικού καναλιού στην ορεινή περιοχή του Ψηλορείτη, που έγινε υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ρεθύμνου και σε συνεργασία με τον Ορειβατικό Σύλλογο Ρεθύμνου, εντάσσεται στο πλαίσιο σειράς εκπομπών του "BBC" με τίτλο "Ελληνικός Μύθος σε σχέση με τα ορεινά συγκροτήματα της Ελλάδος", που σκοπό έχουν να αναδείξουν όχι μόνο τα τοπία φυσικού κάλλους, αλλά και τη μυθολογία και λαογραφία κάθε περιοχής.
Στη περιήγηση των μελών του τηλεοπτικού συνεργείου στον Ψηλορείτη ήταν παρών και ο νομάρχης Ρεθύμνου, Γιώργος Παπαδάκης, ο οποίος μαζί με τον πρόεδρο του Ορειβατικού Συλλόγου, Σωτήρη Μπάτρα, συνεχάρη τους εκπροσώπους του αγγλικού καναλιού για την πρωτοβουλία δημιουργίας του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, που συμπεριλαμβάνει και την ορεινή περιοχή του Ψηλορείτη, και το οποίο παρέχει μεγάλη τουριστική προβολή στον τόπο.
Πηγή:
pediadanews.gr

Ο Κρητικός Πεντοζάλης

Ο πεντοζάλης, ένας χορός ιδιαίτερα διαδεδομένος σε ολόκληρη την Κρήτη, χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Συνοδεύεται από πλήθος μελωδιών, τις γνωστές κοντυλιές. Η λέξη από τον κόντυλα, το στέλεχος του καλαμιού, με το οποίο κατασκευάζονταν τα χαμπιόλια, δηλαδή τα κρητικά πνευστά[1], αρχικά σήμαινε τη μουσική του πνευστού, αργότερα όμως πήρε διπλή έννοια: αφενός της μουσικής γενικά, ιδίως μάλιστα εκείνης που παίζεται με δοξάρι (από λύρα ή βιολί), αντί για την ορθότερη λέξη «δοξαριά», αφετέρου της μελωδικής φράσης του σιγανού, δηλαδή του τμήματος ενός ευρύτερου μουσικού σκοπού, που συναρμολογείται βάζοντας πολλές τέτοιες φράσεις (πολλές κοντυλιές) μαζί, συνήθως κατά την προτίμηση του καλλιτέχνη, που αυτοσχεδιάζει διαλέγοντας κοντυλιές από τα αποθέματα που έχει στη μνήμη του.
Ο καλός μουσικός έχει πλούσια αποθέματα (κατέχει πολλές κοντυλιές ή –το καλύτερο– βγάνει και δικές του) και ξέρει να τα συναρμολογεί ταιριαστά (ανάλογα με το ποια ταιριάζουν μεταξύ τους), να παίζει ρυθμικά (να μη «χάνει το χρόνο», ιδίως όταν χορεύουνε και δεν τραγουδούνε μόνο οι μερακλήδες) και φυσικά ν’ αποδίδει το συναισθηματικό φορτίο της συντροφιάς με το ύφος του παιξίματός του (συνήθως ολόκληρης της συντροφιάς, όχι μόνο το δικό του, γιατί λειτουργεί ο βάρδος της κοινότητας). Οι κοντυλιές ήταν, και είναι, οι κατ' εξοχήν τραγουδιστικές μελωδίες, στις οποίες διασταυρώνονταν οι μαντινάδες ή λέγονταν μακροσκελείς ρίμες από όλους τους παρεϊστάδες ή τους γλεντιστάδες, είτε χόρευαν είτε όχι. Ο χορός συνήθως ξεκινάει με άντρες και γυναίκες πιασμένους κυκλικά, γύρω από τον οργανοπαίχτη, που τραγουδάνε μεταξύ τους με τρόπο που μας θυμίζει τις περιγραφές για το αρχαίο υπόρχημα. Το υπόρχημα ήταν μια αρχέγονη μορφή δραματικής ποίησης που καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε στην Κρήτη. Σχετιζόταν με τη λατρεία του Δία, του Κρόνου, των Τιτάνων και των Κουρητών και ήταν χορός στην οποία συμμετείχε μεγάλη ομάδα χορευτών και συνοδεύονταν με μίμηση κινήσεων, μουσική και τραγούδι. Οι χορευτές ήταν ένοπλοι και τραγουδούσαν με το ρυθμό που έδινε ο κιθαριστής από την κιθάρα του.
Ο πιο δημοφιλής χορός της Κρήτης λοιπόν, ο πεντοζάλης αποτελεί επίκεντρο αρκετών συζητήσεων τελευταία. Διάφορες θεωρίες, που διατυπώνονται χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση, μας αναγκάζουν να κάνουμε την παρακάτω αναφορά. Αμφισβητείται κυρίως η ονομασία του και η σχέση του σιγανού με τον πηδηχτό. Δε μπορούμε στο παρόν κείμενο να ασχοληθούμε με τους διάφορους ισχυρισμούς περί κατασκευής του χορού σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή καθώς και την προέλευση του ονόματος του κατά την επιθυμία των δημιουργών της θεωρίας, καθώς ακόμα ψάχνουμε τα υπόλοιπα τέσσερα …ζάλα! Ας μην επεκταθούμε όμως παραπάνω, όποιος θέλει να μάθει περισσότερα ας απευθυνθεί στην βιβλιογραφία των εν λόγω πηγών, των οποίων η επιστημονική «αξία» είναι παραπάνω από προφανής. Χαρακτηρίζονται από την επανάληψη των πληροφοριών παλιότερων έργων χωρίς να προσθέτουν κάτι νεότερο που να δικαιολογεί την έκδοση τους, ενώ συχνά οι παραπομπές τους αποσκοπούν μόνο στη δημιουργία εντυπώσεων…

Από τη μικρή αναζήτηση μας σε γραπτές πηγές συμπεραίνουμε ότι ο πεντοζάλης έχει ιδιαίτερη θέση στις αναφορές των περιηγητών, ιστορικών, ερευνητών, μουσικών, λαογράφων και επισκεπτών της Κρήτης.
• Ο Εμμανουήλ Βυβιλάκης από τις Βρύσες Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην εργασία του "Neugriechisches Leben, verglichen mit dem Altgriechischen; zur Eriduterung beider"[3], Βερολίνο 1840, καταγράφει στους χορούς των σύγχρονων Κρητικών μεταξύ άλλων[4]: 
"Πεντοζαλίτης (ο χορός με τα πέντε βήματα). Πρόκειται για έναν άλλο χορό η εντοπιότητα του οποίου βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές της Κρήτης, Κνωσό και Λασήθι. Το χορό αυτό, που δεν είναι άλλος από τα αυτοδαή ορχήματα του Σοφοκλή" (Σοφοκλ. Αίας 693-701) ενώ παραθέτει περιγραφή από την Ιλιάδα του Ομήρου (Σ 590-605).
• Το 1842 ο Μ. Χουρμούζης Βυζάντιος [5], αναφέρει το Σιγανό και τον Πηδηχτό, τον οποίο Πηδηχτό ανάλογα με το βηματισμό του τον διαχωρίζει σε 
"Τριοζάλη" και "Πεντοζάλη".
• Στο βιβλίο "Απομνημονεύματα εθελοντού της Κρητικής Επαναστάσεως κατά τα έτη 1866-67-68 υπό Π. Γρύπου", Αθήνα 1884, διαβάζουμε: 
"...ούτω δ' αφ' ού εκορέσθημεν ποτού και φαγητού αρχίσαμεν να άδωμεν και να χορεύωμεν τον Τσάμικον, ενώ και εκ των νέων Κρητικών τινές συνόδευσαν ημάς διά της Κρητικής των λύρας άδοντες και χορεύοντες τον λεγόμενον Πενταζάλη όπερ είναι ο ωραίος Κρητικός χορός, μάλιστα δε όταν ο πρωταγωνιστής είναι καλός χορευτής.." (σ.σ. το «επιτόπιο» αυτό γλέντι έλαβε χώρα σε ύψωμα της περιοχής Αμαρίου, δίπλα στο χωριό Γερακάρι).
• Το 1887 ο Παύλος Βλαστός από το Βυζάρι Αμαρίου καταγράφει "τον Πεντοζάλην" στο χωριό Κάστελλος του νομού Ρεθύμνου[6].
• Το 1909, στο άρθρο του "Κρητική μουσική και Όρχησις"[7] ο Γεώργιος Ι. Χατζιδάκις περιγράφει τον Πεντοζάλη ως πηδηχτό αλλά και ως σιγανό χορό[8]. Επίσης αναφέρει: 
"Ειδικοί Ρεθεμιώτικοι χοροί είναι ο Πεντοζάλης και η Σούστα, χορεύονται όμως και εις τας επαρχίας του Νομού Χανίων με ελαχίστας παραλλαγάς". Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνει και το 1951 στην έκδοση "Κρητική Μουσική".
• Το 1926 στις ΗΠΑ ο Χαρίλαος Πιπεράκης από το Ξεροστέρνι Χανίων κυκλοφορεί δίσκο 78" με "Χανιώτικο συρτό" και "Πεντοζάλης – Κρητικός χορός", Pfaros No 829 και "Ντέρτι" – Συρτό - "Αμαριώτικο" – Πεντοζάλης, Orthophonic S-(;).
• Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Ι. Κονδυλάκη, 
"Τα Άπαντα", τόμ. β΄, έκδ. 1961, σελ. 250-251), στον «Πατούχα», περιγράφει τον πηδηχτό να ακολουθεί το σιγανό και αναφέρει ότι "ο σιγανός χορός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς", όπου "έκαστον ημιστίχιον επαναλαμβάνεται υπό ολοκλήρου του χορού" [σ.σ.: δηλ. όλων των χορευτών]. Ως τραγούδι του χορού αναφέρει την παραλογή του γυρισμού του ξενητεμένου.
• Το 1961 η εξαίρετη λαογράφος Ευαγγελία Φραγκάκι[9] από την Ανατολική Κρήτη, αναφέρει την παμπάλαια συνήθεια του περάσματος από το Σιγανό στον Πηδηχτό κατά τη διάρκεια του χορού: "…Ο κ. Θρασ. Μαρκίδης, ετών 85, με πληροφορεί ότι γύρω στο 1895 ο χορός στο Ηράκλειο άρχιζε με σιγανό που εσυνοδεύετο με το σκοπό "αθάνατος" και κατόπιν μετετρέπετο σε πηδηχτό. Πάνω στη μουσική του πηδηχτού τραγουδούσαν μαντινάδες. Εκτός από τις κοινές μαντινάδες τραγουδούσαν και μαντινάδες του Ερωτοκρίτου".
Ακόμα, για τη σχέση σιγανού και πηδηχτού: στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Ανδρέας Ροδινός ηχογραφεί δύο δίσκους 78", με τη μία πλευρά του ενός να αναγράφει "Ρεθεμνιώτικος Πεντοζάλης" που παραθέτει ακολουθία σιγανού και πηδηχτού. Άρα ο σιγανός θεωρείται πεντοζάλης ήδη από τότε (και προφανώς ο 22 ετών Ροδινός δεν επινόησε ο ίδιος την ονομασία, αλλά μετέφερε μια ήδη υπάρχουσα παράδοση) και όχι μεταγενέστερα. Ο χορός πάντα χορευόταν ως ακολουθία: άρχιζε με σιγανό και τελείωνε με πηδηχτό, τουλάχιστον όσο φτάνει η μνήμη των ηλικιωμένων Ρεθεμνιωτών από τις διάφορες επαρχίες...
Στην απήχηση του πεντοζάλη αναφέρεται η παλιά μαντινάδα, που καταγράφηκε στο Αποδούλου Αμαρίου (περίφημα τα "αμαριώτικα πεντοζάλια", ιδιαίτερα και στο χορευτικό ύφος τους):Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη,
απού τονέ χορεύουνε ούλοι, μικροί μεγάλοι.και μια παραλλαγή της που μας "δείχνει" την προέλευση της ονομασίας του χορού:Αλλο χορό δε ρέγομαι παρά τον πεντοζάλη
που τρία ζάλα (=βήματα) πάει μπρος και δυό γιαγέρνει (=γυρίζει) πάλι.
Τα Αμαριώτικα Πεντοζάλια χορεύονται ακριβώς στην ίδια μουσική και στον ίδιο χρόνο με το γνωστό ρεθεμνιώτικο σιγανό πεντοζάλη –αν δηλαδή ένας χορεύει αυτό τον σιγανό, κι ένας άλλος το γνωστό, συμπίπτουν απόλυτα στην αρχή και στο τέλος, ενώ δεν συμβαίνει αυτό με το σιγανό της ανατολικής Κρήτης, που είναι απλά "χορός στα τρία". Την ίδια μορφή σιγανού χορεύουν και οι κάτοικοι των Χαρκίων (με τη λύρα του Διαμαντοστελή), όπως φαίνεται στο βίντεο του cd-rom της έκδοσης "Το χωριό μας", Χάρκια 2005. Εν κατακλείδι, στο νομό Ρεθύμνης ο χορός είναι γνωστός ως πεντοζάλης ή πενταζάλης. Ο γρήγορος πεντοζάλης λέγεται κυρίως πηδηχτός, ενώ στο νομό Ηρακλείου και Λασιθίου πηδηχτός λέγεται ο εκάστοτε τοπικός πηδηχτός (μαλεβιζώτης, στειακός κ.λ.π.). "Πεντοζάλια" και πεντοζαλάκια ονομάζουμε τις κοντυλιές του σιγανού. Πάντως σχετικά με τον όρο πεντοζάλι να αναφέρουμε ότι σε δεκάδες συζητήσεις-καταγραφές μας στη ρεθυμνιώτικη ύπαιθρο, η ονομασία "το πεντοζάλι" για το συγκεκριμένο χορό (είτε σιγανό ή πηδηχτό) δεν αναφέρθηκε καθόλου. Στο Μυλοπόταμο ο πηδηχτός λέγεται και "δυνατός πεντοζάλης". Είναι φανερό λοιπόν ότι η σωστή ονομασία του χορού είναι πεντοζάλης (όπως λέμε τριζάλης) και όχι πεντοζάλι...

Από kretaland.blogspot.com

Η κρητική φορεσιά και η σημασία της

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιωάννη Τσουχλαράκη
«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ», Αθήνα 1997,1999 (Β’ έκδοση).

Ένα από τα προϊόντα της Κρητικής λαϊκής τέχνης είναι η παραδοσιακή φορεσιά. Η κρητική φορεσιά, ακολουθώντας το γενικότερο τρόπο ένδυσης κάθε εποχής ή προσαρμοζόμενη σε διατάξεις και απαγορεύσεις των κατακτητών, γνώρισε διάφορες μεταλλαγές στους αιώνες της ιστορίας της.


ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ.
Οι Κρήτες για δύο αιώνες μετά την βενετσιάνικη κατάκτηση (1204) συνέχισαν να κρατούν το βυζαντινό ένδυμα που φόρεσαν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (961). Κατόπιν αρχίζουν να ντύνονται με τη βενετσιάνικη μόδα.
Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά με τη βράκα, το γελέκι, το «μεϊτάνι» και τα «στιβάνια» κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 16ου αιώνα. Η προέλευση της βράκας απασχόλησε πολλούς. Η άποψη ότι η βράκα ήταν άγνωστη στην Κρήτη πριν από την τουρκική κατάκτησή της δεν είναι εξακριβωμένη. Το πιο πιθανό είναι να παρέλαβαν οι Κρητικοί μια μορφή βράκας από τους πειρατές της Αλγερίας ή της Τύνιδας, καθώς είχαν έλθει σε κάποια σχέση. Και αυτοί όμως την είχαν πάρει από τους Καβίλους της ορεινής περιοχής Τζουρτζούρα της Αλγερίας, και συγκεκριμένα από την φυλή των Ζουάβα, η οποία αποτελεί κλάδο της μεγάλης Βερβερικής φυλής, η οποία παραδοσιακά προμήθευε πολεμιστές στο Αλγέρι και στην Τύνιδα. Αξιοπρόσεκτη είναι η καταπληκτική ομοιότητα της παραδοσιακής ανδρικής κρητικής φορεσιάς με την παραδοσιακή φορεσιά των ανδρών της φυλής των Ζουάβα.
Την ανδρική παραδοσιακή γιορτινή ενδυμασία της Κρήτης ράβουν και κεντούν ειδικοί ραφτάδες, που ονομάζονται «τερζήδες». Το διακοσμητικό κέντημα γίνεται με βαθυκύανα ή μαύρα μεταξωτά στριφτά κορδονέτα (ποτέ με χρυσά), που λέγονται «χάρτζα». Τα «χάρτζα φτιάχνονταν και πουλιόνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους «καζάζηδες» ή τα έφερναν έμποροι και «τερζήδες» από την Αίγυπτο.
Η σκολινή ανδρική φορεσιά περιλαμβάνει τα εξής τεμάχια: βράκα, κάλτσες, γελέκι (κλειστό ή ανοιχτό - βλ. φωτ. αριστερά), «μεϊτάνι», «καπότο», πουκάμισο, ζώνη, σπαστό φεσάκι, ή «σαρίκι», ασημομάχαιρο, «καδένα» και «στιβάνια».
Το χαρακτηριστικό στοιχείο της φορεσιάς είναι η βράκα. Στη δυτική Κρήτη την ονομάζουν «κάρτσα», ενώ στην ανατολική «σ(χ)ιαλβάρι». Επικράτησε, όμως, σε ολόκληρη την Κρήτη να λέγεται, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό των όρων, βράκες ή «σαλβάρια» και να εννοείται με αυτό, το σύνολο της φορεσιάς.
Το παραδοσιακό γιορτινό πουκάμισο του Κρητικού, υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό, έχει χρώμα κυρίως άσπρο. Βέβαια, φορέθηκαν πουκάμισα και σε άλλους χρωματισμούς, όπως φορέθηκαν και πουκάμισα ριγέ ή καρό. Ποτέ, όμως, δεν φορούσαν οι Κρητικοί μαύρο πουκάμισο στους γάμους, στους αρραβώνες, στα βαπτίσια, στις χαρές, στις γιορτές και στα πανηγύρια, γιατί ήταν δείγμα πένθους, «θλιπτικό». Να σημειωθεί ότι, η σύγχρονη συνήθεια να φορούν οι Κρητικοί αδιακρίτως μαύρο πουκάμισο επικρατεί εδώ και μερικές μόλις δεκαετίες.
Το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι το κόκκινο σπαστό φεσάκι με τη μαύρη φούντα ή το «σαρίκι» με την μορφή της μεγάλης μαντήλας. Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων. Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους. Παραθέτουμε μερικές φωτογραφίες των σημαντικότερων αγωνιστών των Κρητικών Επαναστάσεων, από όλη την Κρήτη, οι οποίοι φορούν το σπαστό φεσάκι με τη μακριά φούντα. Και είναι σίγουρο ότι αυτοί δεν θα έβαζαν στο κεφάλι τους κάτι τούρκικο, κάτι που δεν θα ήταν σύμφωνο με τη μακραίωνη παράδοση του τόπου μας.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φορεσιάς είναι το ασημομάχαιρο. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας λεγόταν «μπουνιάλο» ή «πουνιάλο». Επί Τουρκοκρατίας λεγόταν «πασαλής». Το τυπικό μαχαίρι με τη μορφή που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα παρουσιάστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Η λαβή ονομάζεται «μανίκα» και εμφανίζεται σε ποικιλία σχημάτων. Η πιο διαδεδομένη μορφή είναι αυτή που το τελείωμα της λαβής έχει σχήμα ουράς ψαριού ή αλλιώς σχήμα V. Τα μαχαίρια με τις σκουρόχρωμες κεράτινες λαβές ονομάζονται «μαυρομάνικα». Το «μαυρομάνικο» μαχαίρι παλαιότερα λεγόταν και «σκουρομαχαίρα». Η θήκη του μαχαιριού στην επίσημη φορεσιά ονομάζεται «φουκάρι». Είναι ασημένια καλαμιστή, δηλαδή σκαλισμένη με το καλέμι. Το ασημένιο φουκάρι είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και παρουσιάζει μεγάλη αισθητική αξία με πλουσιότατη διακόσμηση. Αποτελεί το βασικό ανδρικό κόσμημα και δηλώνει την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση του Κρητικού που το φοράει. Χαρακτηρίζει τους «καλόσειρους», δηλαδή τα ξεχωριστά πρόσωπα. Τα ασημένια μαχαίρια αποτελούσαν ιερό και αναπόσπαστο μέρος του οπλισμού και της εξάρτησης των πολεμιστών. Μεγάλη ήταν και η συμβολική αξία του μαχαιριού στην κοινωνική ζωή των Κρητικών.
Μια σημαντική επισήμανση για την ανδρική φορεσιά.
Τελειώνοντας με την ανδρική ενδυμασία, θεωρώ απολύτως απαραίτητο να αναφερθούμε και στην χρυσοκεντημένη ανδρική κρητική φορεσιά, που τα τελευταία χρόνια προβλήθηκε από μερικούς ως η γαμπριάτικη ενδυμασία του Κρητικού. Οι τελευταίοι, ατυχώς, στηρίχθηκαν στις λανθασμένες εκτιμήσεις, επί του θέματος, της κατά τα άλλα άξιας λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία έχοντας στα χέρια της μια δωρηθείσα στο Μουσείο Μπενάκη χρυσοποίκιλτη φορεσιά από την Κρήτη, και χωρίς να κάνει επιτόπια έρευνα στη Μεγαλόνησο, γράφοντας για τις Ελληνικές εθνικές ενδυμασίες, στα μέσα της δεκαετίας του 50’ τη χαρακτήρισε αστική, γιορτινή Κρήτης. Ένας ισχυρισμός πέρα για πέρα λανθασμένος, αρκεί να σκεφτούμε ότι κανένας Κρητικός πριν το 1900 δεν φόρεσε φορεσιά με χρυσά χάρτζα, εκτός και αν ήταν Τουρκοκρητικός! Την εν λόγω ενδυμασία φόρεσαν μονάχα στις αρχές του 20ου αιώνα ελάχιστοι Κρήτες, ίσως μερικές δεκάδες, και ήταν αυτοί μερικοί «πριγκηπικοί», δηλαδή κάποιοι από αυτούς που υποστήριξαν τον πρίγκηπα Γεώργιο, το διάστημα που ήταν ύπατος αρμοστής Κρήτης (1898-1906), δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Οι φιλοπριγκηπικοί εμπνεύστηκαν το χρυσό διάκοσμο στα ρούχα τους από τη χρυσοκεντημένη στολή των σωματοφυλάκων του ύπατου αρμοστή, τους περίφημους «καβάσηδες». Αλλά και η στολή των καβάσηδων ήταν απόλυτα επηρεασμένη και στο σχεδιασμό και στην ονομασία της από την τουρκική στρατιωτική στολή, σε μια εποχή που η Κρήτη βρισκόταν κάτω από την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου. Να σημειωθεί ότι η λέξη «καβάσης» προέρχεται από την τουρκική λέξη «καβάς», που σημαίνει τον ένοπλο φρουρό του πασά ή της πρεσβείας, της παλιάς αυτοκρατορικής τουρκίας, ντυμένο με εντυπωσιακά χρυσοκεντημένη στολή.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ.
Παρ΄ ότι από το 1204 η Κρήτη ενετοκρατείται, η Κρητικιά αρχόντισσα διατηρεί το βυζαντινό φόρεμα για δυόμισι αιώνες μετά, έως τη πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), και μάλιστα ένα φόρεμα παλαιό, όπως αυτό του 10ου αιώνα. Από την κατάλυση, όμως, της βυζαντινής αυτοκρατορίας και έπειτα, η κρητική γυναικεία φορεσιά αλλάζει, καθώς εξελίσσεται σύμφωνα με τις βενετσιάνικες επιδράσεις. Οι Κρητικές ντύνονται, λοιπόν, ποικιλόμορφα και δεν τηρούν συγκεκριμένη μόδα και έτσι βλέπουμε στην Κρήτη, την ίδια περίοδο, να φοριούνται ποικίλα ενδύματα.
Η είσοδος της βράκας στην Κρήτη έφερε μια αλλαγή στο φόρεμα της Κρητικοπούλας, το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, προς το ανδρικότερο. Έτσι, οι νέες κοπέλες πήραν από τα ρούχα των ανδρών το «μεϊτάνι», που τότε το έλεγαν «ζιπόνι». Παράλληλα , αυτήν την εποχή παρουσιάζεται και το αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) περιστήθιο, που ονομάζεται «κορπέτο». Λίγο μετά, στα τέλη του 16ου αιώνα, στις ανατολικές επαρχίες εμφανίζεται η «σαλταμάργκα», μια ευρύχωρη αχειρίδωτη ζακέτα, τελείως ανοιχτή μπροστά, μακριά , που φθάνει μέχρι τους γοφούς. Όταν αργότερα η «σαλταμάργκα» έκλεισε πάνω στο στομάχι με πόρπη , που την έκανε να μοιάζει με ένα μακρύ «κορπέτο», ονομάστηκε «φέρμελη». Να σημειωθεί ότι, το «ζιπόνι» με τα χρόνια το είπαν και «κοντόχι». Στα Ανώγεια το λένε και «μπόλκα», ενώ στη κεντρική και ανατολική Κρήτη ονομάζεται αλλού «μπαχριέ», αλλού «σάκο». Από τη στιγμή που το «ζιπόνι» άρχισε να κεντιέται με χρυσοκλωστές και να γεμίζει από χρυσά κεντήματα το είπαν «χρυσοζίπονο».
Αναπόσπαστο στοιχείο της φορεσιάς για την αρραβωνιασμένη κόρη ή την παντρεμένη γυναίκα της δυτικής και κεντρικής Κρήτης είναι το «μπασαλάκι» ή «πασαλάκι». Λέγεται και «αργυρομπουνιαλάκι». Είναι αργυροποίκιλτο μαχαιράκι με ασημένιο «φουκάρι» (θήκη), μικρογραφία του ανδρικού μαχαιριού. Αποτελεί παραδοσιακό δώρο του μνηστήρα στην αρραβωνιασμένη, με πολλούς συμβολισμούς, η οποία έκτοτε το φορεί στη ζώνη της.
Κεφαλοκάλυμμα της Κρητικιάς, σε όλη την Κρήτη, ήταν το μεταξοΰφαντο μαντήλι. Όταν αυτό ήταν ένας διάφανος χρυσοστόλιστος λευκός πέπλος, με πάνω του επιρραμένα διάσπαρτα χρυσά νομίσματα, το έλεγαν «χρυσόπλεκτο». Σε όλη τη δυτική Κρήτη, εκτός από το μεταξοΰφαντο μαντήλι, φορούσαν και ένα κόκκινο φεσάκι με μικρή φούντα σκεπασμένο με μαύρο τούλι, που το έλεγαν «παπάζι». Κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα στις δυτικές επαρχίες έκανε την εμφάνισή του και το «βελιό», που το έλεγαν και «φακιόλι» ή «φατσόλι». Είναι μια βελούδινη μικρή σκούφια σε βυσσινί χρώμα με μαύρη δαντέλα στις παρυφές. Το «βελιό» ήταν δείγμα οικονομικής άνεσης του γαμπρού, ο οποίος το πρόσφερε στη νύφη μαζί με άλλα γαμήλια δώρα. Στην ανατολική Κρήτη στο κεφάλι φοριέται η «σάλπα», που είναι ένα μακρόστενο λευκό βαμβακερό μαντήλι. Θυμίζει την «πέτσα» των ανδρών. Στην Κριτσά η «σάλπα» ονομάζεται «βέλο», λεγόταν, όμως, και «φατσολέτο» ή «φατσόλι», το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με το «φατσόλι» της δυτικής Κρήτης.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ
Οι βασικοί τύποι των γιορτινών γυναικείων ενδυμασιών της Κρήτης, που έφθασαν μέχρις τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε τις παραλάβαμε, είναι: η «Φορεσιά με ζιπόνι και φουστάνι», η «Σάρτζα» και η «Κούδα». Από αυτές προέρχονται πολλές παραλλαγές ή τοπικές ονομασίες τους, όπως η «Σφακιανή», η «Χανιώτικη», η «Μεσσαρίτικη», η «Ρεθεμνιώτικη», η «Κριτσιώτικη» κ.α. Αρκετά στοιχεία από τις φορεσιές αυτές προέρχονται από τα βυζαντινά γυναικεία ρούχα του 11ου αιώνα (ζώνη, ποδιά).

Το «εγχειρίδιο» της καλής μαντινάδας

«Σα θέλεις να σου τραγουδώ βάνε κρασί να πίνω,
να δεις τσι μαντινάδες μου σαν το νερό να χύνω».

Όλα ξεκίνησαν από ένα παλιό σχολικό τετράδιο. Η λαχτάρα μιας μαθήτριας να φυλάξει όλες τις παλιές μαντινάδες που ακούγονταν στο συγγενικό και το φιλικό της περιβάλλον. Όμορφοι στίχοι, πλουμισμένοι με την αστείρευτη κρητική γλώσσα και τις σκέψεις των απλών ανθρώπων, που κατόρθωναν σε δύο μόνο σειρές να χωρέσουν ένα νόημα χαράς ή έρωτα, ελπίδας ή πόνου. Δίστιχα σμιλεμένα με το ανθρώπινο συναίσθημα, έτοιμα να τραγουδήσουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Την γέννηση, την αγάπη, τον γάμο, τις ανθρώπινες συμφορές και τον θάνατο. 


Η μαθήτρια μεγάλωσε. Τα σχολικά τετράδια ξεχάστηκαν προς στιγμήν. Όμως το μεράκι πάντα την έκανε να τεντώνει το αυτί και να αναζητά χαρτί και μολύβι στο άκουσμα μίας καλής μαντινάδας. Και έτσι η συλλογή με τις μαντινάδες πλούτιζε, χωρίς ουσιαστικά ο σκοπός να είναι η έκδοση τους. Και κάποτε η ιδέα ωρίμασε. Η κυρία Θεανώ Μεταξά έσκυψε πάνω στα παλιά τετράδια της και στα φύλλα με τις πρόχειρες σημειώσεις και αποφάσισε να ανθολογήσει τις καλύτερες μαντινάδες της, ετοιμάζοντας ένα όμορφο βιβλίο γεμάτο από την σοφία της λαϊκής κρητικής μας ποίησης.
Προλογίζοντας το βιβλίο η φιλόλογος κ. Γεωργία Ορφανού αποκαλεί «Εστιάδα» την δημιουργό του. «Αγωνίζεται -αναφέρει- να σώσει ό,τι μπορεί από την Κρήτη των περασμένων καιρών. Οι μαντινάδες της ανά χείρας συλλογής δεν είναι ούτε αδημοσίευτες ούτε άγνωστες, είναι διαλεγμένες με κριτήριο το κάλλος του λόγου, τη στιλπνότητα της έκφρασης, την αρμονία και πληρότητα του νοήματος».
Ο τίτλος του βιβλίου που βρίσκεται πλέον ήδη στα βιβλιοπωλεία της Κρήτης είναι «Μάθια ζαχαροξάνοιχτα» και στις πρώτες σελίδες του υπάρχει η αφιέρωση στην εγγονή της συλλέκτριας και συνονόματή της.
Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιχνιδάτα,
σα χαμηλοξανοίγετε με κάνετε κομμάθια.
Στον πρόλογό της η κ. Μεταξά εξηγεί την ανάγκη που υπαγόρευσε την έκδοση αυτού του βιβλίου: «Είναι δύο οι λόγοι. Πρώτον η διαπίστωση ότι οι παλιότερες μαντινάδες είναι ποιοτικά καλύτερες, αλλά δυστυχώς είναι οι πιο άγνωστες και δεύτερον η εξακρίβωση ότι ενώ τα τελευταία κυρίως χρόνια δημιουργείται πληθώρα νέων μαντινάδων, η ποιότητά τους -στην πλειοψηφία τους- είναι απογοητευτικά ασήμαντη».
Η συλλογή των μαντινάδων έχει χωριστεί σε θεματικές ενότητες με πρώτη και -όπως είναι φυσικό- πολυπληθέστερη την ενότητα «τσ’ αγάπης».

Μη με ρωτάς αν σ’ αγαπώ, για ξάνοιξέ με πρώτα,
τα δυό μου χείλη μη ρωτάς, τα δυό μου μάθια ρώτα.

Σαν το πιοτό το δυνατό κεντάς, μα ‘γω σε πίνω
και χάμαι μιά σταλαμαθιά να πέσει, δεν αφήνω.

Ως είν’ η σπίθα λαμπερή στη χόβολη χωσμένη,
έτσα ‘ ναι κι η αγάπη μου κρυφή μα μπιστεμένη.

Μα συ κανέλα δε βαστάς, μόσκο δεν κοπανίζεις,
γαρέφαλο δεν γεύγεσαι, ίντα ‘χεις και μυρίζεις;

Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
θέλει λαγού προπατηξά κι αητού γρηγοροσύνη.

Όσο μου κάνεις πείσματα, χαίρομαι και γλεντίζω,
κατέχω το πως μ’ αγαπάς και δεν κακοκαρδίζω.

Σα δεν μπορέσω τα φτερά που ‘χω να μοιραστούμε,
θα τα μαδήσω, που μαζί χάμαι να προπατούμε

Σα δεν κατέχεις ν’ αγαπάς, καρδιές μην αγκιλώνεις,
σαν την αρχίζεις μιά δουλειά, να την ε τελειώνεις.

Σαν είν’ η αγάπη μπιστική παλιώνει μα δε λιώνει,
στα δέκα χρόνια μιά φορά να σμίξει, ξανανιώνει.

Μόνο νερό της λησμονιάς σαν πιω θα σου ξεχάσω,
μα κι αν το βρω, ως κι αν διψώ, δε θα το δοκιμάσω.

Βάλε με στην αγκάλη σου κι ας είν’ απ’ όξω χιόνι,
πάπλωμα δε χρειάζομαι, η άχνα σου με σώνει.

Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει «στοχαστικές μαντινάδες» αυτές δηλαδή που αποτυπώνουν ψήγματα της λαϊκής σοφίας.

Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι πάλι,
ζωή ‘ναι να ‘σαι ξυπνητός όντε κοιμούνται οι άλλοι.

Θαρρώ πως είναι πλιά καλά στα χαμηλά να θέσω,
παρά να λέω μιά ζωή όφου! κι εδά θα πέσω.

Νιότη μου πουν’ τα ρόδα σου, τα γιασεμιά σου τ’ άσπρα;
Εφύτεψά τα, κόρη μου, στση κόρης σου τη γλάστρα.

-Καιρό σου κάνει και λιχνάς έδε καιρός απού ‘ναι
μα θα γυρίσει ο νοθιάς και θα τα ξαναπούμε.

- Μα ‘γω το στένω το λαμί σε ζηλεμένο τόπο,
λιχνώ εγώ με το Βορρά, λιχνώ και με το Νότο.

Απ’ όλα τα κινούμενα η γλώσσ’ έχει τη χάρη,
μα πρέπει ο νους να τση βαστά γερά το χαλινάρι.

Ποτέ σου μην περιφρονείς τα κάτω σκαλοπάθια,
γιατ’ εκεί δα πρωτοπατείς και βγαίνεις στα παλάθια.

Στάλα τη στάλα το νερό το μάρμαρο τρυπά το,
το πράμα που μισεί κιανείς γυρίζει κι αγαπά το.

Πάντα μου στην κακοβολιά μ’ αρέσει να βαδίζω
και κάθε δύσκολη δουλειά να την ε ξεχερίζω.

Όχι στα πόδια του βουνού όσο ψηλό κι αν είναι
καλλιά σε λόφο χαμηλό μα στην κορφή του μείνε.

Παίζεις με, μα δεν παίζομαι, γελάς, μα δε γελιούμαι,
κι όσα κετέχεις ξυπνητός, κατεχ’ όντε κοιμούμαι.

Ανάθεμα που βρει καιρό κι άλλο καιρ’ ανημένει,
γιατ’ ο καιρός τα πράμματα ξανάστροφα τα φέρνει.

Πόσο αργούνε οι στιγμές όταν κανείς προσμένει
κι η κάθε μιά γλυκιά στιγμή πόσο γοργά διαβαίνει.

Ακολουθούν τα «Νάναρα» οι ευχές δηλαδή και τα νανουρίσματα των παιδιών.

Κοιμήσου κούπα φράγκικη, εβραίϊκο σημαντήρι,
τσ’ Αγιάς Σοφιάς το θυμιατό και του Χριστού καντήλι.

Κοιμήσου να ν’ η μοίρα σου καματερή και πλούσα,
νυχτοδουλεύτρα κι άξια και καλοκουβαλούσα.

Στην επόμενη ενότητα εντάσσονται οι σατυρικές μαντινάδες, που λέγονται σαν πειράγματα με σκωπτική διάθεση ή που συχνά προκαλούν την ευθυμία στις παρέες.

Μα συ θαρρείς και το φιλί, φαϊ ‘ναι να χορτάσεις
όσο και πιό πολύ φιλείς, τόσο και πιό λιμάσσεις.

Σκνίπα θα γίνω και θα ‘ρθώ στην κάμαρα που μένεις,
να σε τσιμπώ, να τρώεσαι, ύπνο να μη χορταίνεις.

Να με θωρείς, να σε θωρώ, ίντα καταλαβαίνεις;
Χωρίς να φας, χωρίς να πιείς, ίντα λοής χορταίνεις;

Χίλιοι διαόλοι μέσα του άπου χρωστεί και δώσει
κι άπού ‘χει πεθερά κακή και δεν την ε σκοτώσει.

Ήχασα την αγάπη μου σε μιά βουρλιά δεμένη
κι όποιος την βρει να τη χαρεί, μα τη βουρλιά να φέρει.

Και το κρασί, ο μαρουβάς, στον πόνο γιατρικό ‘ναι
κι η χήρα μεσ’ τη γειτονιά να βρίσκεται, καλό ‘ναι.

Γεμάτες από συγκινησιακή φόρτιση οι μαντινάδες «του γάμου» αποτελούν μία ακόμη ενότητα της συλλογής Μεταξά. Συνοδεύουν κάθε ανάλογη χαρά με παινέματα για τον γαμπρό και την νύφη και με παρηγοριές στους γονείς που αποχωρίζονται πλέον τα παιδιά τους.

Μιά μαντινάδα θε να πω απάνω στο κεράσι,
τ΄ αντρόϋνο που γίνηκε Θέ μου, να σογεράσει.

Κλάψε τη μάνα, κλάψε τη, τη ροδαρά τσ΄αυλής σου,
σήμερα σου την παίρνουνε, δεν είναι μπλιό δική σου.

Νύφη μου στην αγκάλη σου κρίνος τσ’ αυγής φυτρώνει,
χαρά στο νιό που ταίρι του σ’ έχει και καμαρώνει.

Να ζήσ’ η νύφη κι ο γαμπρός κι η συντροφιά μας όλη,
χαρούμενοι κι απρίκαντοι καθημερνή και σκόλη.

Οι γλωσσοπλαστικές μαντινάδες που διανθίζουν την συλλογή της κ. Μεταξά είναι ίσως οι πιο πλουμισμένες από πλευράς γλώσσας αλλά κι οι πλέον δυσκολοπρόφερτες, καθώς οι λέξεις συναγωνίζονται με τα συνθετικά τους να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα παινέματα και χάρες.

Μοσχοκανελοκόκαλη, κανελοζυμωμένη,
γαρεφαλοχνωτάτή μου κι ακριβαναθρεμμένη.

Συρικομαυρομάτα μου, μαυροφρυδομαλλούσα,
χρυσοζωναροστόλιστη και κατασπροχιονούσα.

Στην επόμενη ενότητα του βιβλίου ο αναγνώστης συναντά τις μαντινάδες «του πιοτού». Μία πλούσια συλλογή από δίστιχα που υμνούν το κρασί, τη ζάλη του και την σχέση τους με τον έρωτα.

Όλα ‘ναι φάδια τση κοιλιάς και το ψωμί στημόνι
και το παντέρμο το κρασί όλα τ’ ανεστυλώνει.

Εγώ το πίνω το κρασί, πίνω το να μεθύσω,
πίνω το να ξεφοβηθώ, να ‘ρθώ να σε φιλήσω.

Ω το παντέρμο το κρασί τσ’ αγάπης, πως ζαλίζει
κι όποιος το πιεί παραπατεί και σιγοστραταρίζει.

Τα βάσανά μου στο κρασί τα ρίχνω να πνιγούνε,
μ’ αυτά τα αφιλότιμα ξέρουν και κολυμπούνε.

Και οι παλιοί το λέγανε πως τα καλά σημάδια,
είναι τα κρασοπότηρα σαφί να μένουν άδεια.

Ο άνδρας απού δε μεθεί και δεν ξενοκοιμάται
άμα γεράσει και κοντό ίντα ‘θελα θυμάται.

Η συλλογή ολοκληρώνεται με διάφορες μαντινάδες που δεν εντάχθηκαν στις προηγούμενες ενότητες.

Τα δάκρυα είναι δυό λογιώ, ένα των πικραμένω
κι ένα στο συναπάντημα των πολυαγαπημένω.

Μπορεί να μην παντήχνομε, μπορεί να μη μιλούμε,
μ’ ώστε να ζούμε ο γεις τ’ αλλού χατήρι θα βαστούμε.

Στο τέλος της συλλογής η κ. Μεταξά παραθέτει και επεξηγήσεις στο κρητικό ιδίωμα των μαντινάδων υπό μορφή λεξιλογίου. Ένα μάλλον χρήσιμο εργαλείο για τις νεότερες γενιές που σταδιακά απομακρύνονται από την ομορφιά και τον πλούτο της κρητικής γλώσσας.
Όντε τη δω την όμορφη μέσα στην αγκαλιά μου
αν είμαι κι εκατό χρονώ κουλουμουντρά η καρδιά μου.

Ο Κωστής Φραγκούλης γεννήθηκε στη Λάστρο Σητείας το 1905. Από κει έφυγε σε ηλικία 16 χρονών, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο για να ασκήσει το επάγγελμα του τυπογράφου. Το τυπογραφείο για τον ίδιο υπήρξε μεγάλο σχολείο:

Έτσι στο συνθετήριο ψηφίο το ψηφίο
ήμαθα πέντε γράμματα σα να ‘μουν σε σχολείο


Παράλληλα με την τέχνη της τυπογραφίας άρχισαν και οι λογοτεχνικές του ανησυχίες. Το τυπογραφείο έφερε τον Κ. Φ. κοντά στους κύκλους των λογίων της Κρήτης, πράγμα που είχε μεγάλη επίδραση στην περαιτέρω πορεία του. Το τυπογραφείο του έγινε το εντευκτήριο των διανοουμένων της εποχής κι αυτή η επαφή ήταν καθοριστική για να ανακαλύψει την λογοτεχνική του ταυτότητα. Ξέθαψε από μέσα του όλον εκείνο τον ανεκτίμητο γλωσσικό πλούτο, που είχε αποθησαυρίσει από τη ζωή του στην ύπαιθρο, ο οποίος μετουσιώθηκε σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους που διέπονται από μιαν απέραντη αγάπη για την Κρήτη, μια βαθιά προσήλωση στην παράδοση και τον πολιτισμό της.

Φραγκοκάστελο και Δροσουλίτες

Από το: sadentrepese.blogspot.com
Πάνω από 600 χρόνια σε τούτη την απόμερη γωνιά της Κρητικής γης υψώνεται το ρημαγμένο σήμερα κάστρο.που το 'χτισαν οι Βενετσιάνοι για να κρατούν σε υποταγή τους απροσκύνητους Σφακιανούς.Οι εκατοντάδες Έλληνες επισκέπτες που έρχονται για να χαρούν τη θάλασσα, το παρατηρούν με μια αδιαφορία που φτάνει συχνά στα όρια της αποστροφής, λες κι ασυναίσθητα συνεχίζουν την περιφρόνηση και την εχθρότητα που έδειξαν οι ντόπιοι στο φανέρωμα του.Ας ξαναθυμηθούμε την ιστορία του; Στα 1340 οι φεουδάρχες των Χανιών ζήτησαν από τη Βενετία να χτιστεί ένα φρούριο κοντά στην εκκλησιά του Αγίου Νικήτα, στα Σφακιά, για ν' ασφαλίσουν, απ' τις κουρσάρικες επιδρομές, τον ορμίσκο που βρίσκεται εκεί κοντά, μα προπαντός για να 'χουν ένα στήριγμα στην «καταστολή των εξεγέρσεων» των κατοίκων της περιοχής. Η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν είχε αντίρρηση στο χτίσιμο, μα δεν έδιδε τ' απαραίτητα χρήματα. Μπροστά όμως στην επιμονή των φεουδαρχών υποχώρησε και στα 1371 αποφασίστηκε η ανέγερση του φρουρίου. Έτσι, ξαφνικά, η άλλοτε ερημική περιοχή γίνηκε σωστό μελισσολόι. Οι Βενετσιάνοι έφεραν εργάτες και μαστόρους, πετροκόπους και κουβαλητάδες, κόσμο και κόσμο και τους έριξαν στη δουλειά. Άλλοι άνοιγαν θεμέλια; άλλοι κουβαλούσαν υλικά, άλλοι έκοβαν ξύλα. άλλοι έφτιαχναν ασβεστοκάμινα. Βιάζονταν να τελειώσω μιαν ώρα γρηγορότερα, γιατί φοβούνταν να μένουν σ' αυτό τον επικίνδυνο τόπο. Κι είχαν δίκιο να φοβούνται. Οι Σφακιανοί που ποτέ δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, κινήθηκαν και τώρα. Μόλις συνειδητοποίησαν τις προθέσεις των καταχτητών έκαμαν επιδρομή κι έσφαξαν αρκετούς. Οι απώλειες συμπληρώθηκαν και ταυτόχρονα πάρθηκαν ισχυρά μέτρα ασφαλείας: Στρατός φύλαγε όλη μέρα τους εργαζόμενους και το βράδυ όλοι έμπαιναν σε βάρκες, πήγαιναν στα καράβια που ήσαν στ' ανοιχτά αγκυροβολημένα και αυτά περνούσαν τη νύχτα. Μα οι Σφακιανοί με αρχηγούς τα έξι ηρωικά αδέρφια, τους Πατσούς, γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι οι Βενετσιάνοι έχτιζαν την ημέρα και συγχρόνως χαλούσαν τ' ασβεστοκάμινα. Πώς να χτιστεί έτσι το κάστρο που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν;».
Οι καταχτητές τότε φέρανε πολύ στρατό, ζώσανε τον τόπο γύρω, μέρα νύχτα, και το κάστρο χτίστηκε. Σ' αυτό το διάστημα κατάφεραν κι έπιασαν τα έξι αδέρφια, τους Πατσούς, και τους κρέμασαν στους πύργους και στην είσοδο του φρουρίου...Μα η ιστορία του κάστρου δεν τελειώνει εδώ: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πέρασε, όπως ήταν φυσικό, στα χέρια των καινούριων καταχτητών κι εδώ ήρθε ο πρωτομάρτυρας της Λευτεριάς, ο Δασκαλογιάννης με τις 70 κεφαλές του σηκωμού και παραδόθηκε στους Τούρκους.Με δραματική λιτότητα το ιστορεί ο ριμαδόρος: «
...Φτάνουν στο Φραγκοκάστελο και στον πασά ποσώνου, κι εκείνος δούδει τ' όρντινο κι ευτύς τσοι ξαρματώνου. Ούλους τσοι ξαμαρτώσασι και τσοι μπισταγκωνίζου και τότες δα το νιώσασι πως δεν ξαναγυρίζου...».Μα η μέρα που στάθηκε σφαδιακή για το κάστρο ήταν η 18 του Μάη του 1828. Εκείνη την ημέρα γίνηκε ολοκαύτωμα ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, ο Ηπειρώτης αγωνιστής, που συνεπαρμένος από τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, ήρθε στο αιματόβρεχτο νησί μας με 100 καβαλάρηδες και 600 πεζούς, να βοηθήσει την επανάσταση που τρεμόσβηνε. Και στάθηκε μπροστά σ’ αυτό το κάστρο, αποφασισμένος να σταματήσει το Μουσταφά πασά Κι έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά της Κρήτης, μαζί με 385 παλικάρια του...Μπροστά στο Φραγκοκάστελο γίνηκε άγριο μακελειό. Κι οι πολεμίστρες του κάστρου είδαν ηρωισμούς που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Από το χαροπάλεμα αναταράχτηκε ο τόπος κι έτρεξε ποταμός το αίμα και βάφτηκε η γης...Ύστερα, όπως γίνεται πάντα, όλα ησύχασαν. Και τα σημάδια το μακελειού κάθε μέρα λιγοστεύουν. Κι ίσως να 'σβηναν κάποτε, αν έλειπαν οι Δροσουλίτες που διατηρούνε ζωντανή στη μνήμη, τη θυσία των γενναίων. Το μήνα Μάη, 17-18 με το παλιό ημερολόγιο, την ώρα π' αρχίζει να αχνοφέγγει τότε που παιχνιδίζουν οι σκιές των θάμνων, καθώς ετοιμάζονται να δεχτούν τον ήλιο που θα φανεί, κείνη την ώρα που η δροσούλα σκεπάζει τα κλαδιά που μένουν ακίνητα μέσα στην ηρεμία του πρωινού, παρουσιάζεται ένας αυλός στρατός, μια συνοδεία από ίσκιους, μια σειρά από φιγούρες που δεν ξεχωρίζουν καλά καλά αν είναι ανθρώπινες ή όχι και προχωρούν, σαν σε παρέλαση, από το μοναστήρι του Άι-Χαραλάμπη στο Φραγκοκάστελο. Είναι ντυμένοι με μαύρα, άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλάρηδες, φορούν περικεφαλαίες, κρατούν όπλα και ξίφη που αστράφτουν. Είναι οι Δροσουλίτες.Όταν τους πλησιάσει κανείς, φεύγουν και χάνονται προς τη θάλασσα...Εκείνοι που τους βλέπουν - γιατί δεν τους βλέπουν όλοι - πιστεύουν ότι είναι οι ψυχές των σκοτωμένων που ξαναγυρίζουν στο Φραγκοκάστελο κάθε επέτειο της σφαγής:«Μ' ακόμα και το σήμερα στση 17 τον Μάη,ούλο τ' ασκέρι φαίνεται με το Χατζημιχάλη. Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγονται οι μπορμπάδες,φωναίς κι αλογοπεταλιαίς στον καστελλιού τση μπάνταις.Ούλοι οι γι' αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,μα κείνοι ο θεός σχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν...».
Οι επιστήμονες δε συμφωνούν μ' αυτή την εξήγηση, αλλά μήπως όλα μπορεί να τα εξηγήσει η επιστήμη; Υπάρχουν τόσα και τόσα μυστήρια γύρω μας...Ένα τέτοιο μυστήριο είναι ασφαλώς κι οι Δροσουλίτες. Κι άμα βρεθείς εκεί που φανερώνονται, δεν μπορείς παρά θα συμφωνήσεις με το Γιώργη Μανουσάκη, ότι «Οι Δροσουλίτες είν' οι νεκροί του Φραγκοκάστελου, καθώς τους βλέπουνε με την απλή την αδιάφθορη ματιά τους οι Σφακιανοί και καθώς τους εξηγούνε με τη μυθοπλαστική φαντασία τους. Ποιος βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θύρα απ' όπου να επικοινωνεί το εδώ με το επέκεινα;Για όσους ζούνε στην πλατύστερνη αγκαλιά της φύσης συνταιριασμένοι με το ρωμαλέο ρυθμό της, οι δυο κόσμοι, τούτος των σωμάτων κι ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Οι ψυχές των σκοτωμένων ανεβαίνουνε στο χώμα που ζήσανε και πεθάνανε, να ξαναδούνε τη θάλασσα και το φως, ν' ανασάνουνε την ευωδιά του θύμου και του φασκόμηλου που 'ρχονται από τη Μαδάρα, να νιώσουνε την αυγινή δροσιά και να θυμηθούνε τις ομορφιές της γης και την αιματερή θυσία τους. Κι οι ζωντανοί «θωρούσι και τρομάσου» με την παρουσία μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής τους τούτης της αυλής συνοδείας, που 'ρχεται από τον άγνωστο μεταθανάτιο κόσμο, σαν να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του. Άνθρωποι και υπερφυσικοί ίσκοι βαδίζουνε πάνω στα ίδια χώματα απόλυτα φιλιωμένοι»…

Σπήλαιο Βριτομάρτιδος Αρτέμιδος

Η Κρήτη στην εποχή των πειρατών


Από το:sadentrepese.blogspot.com

Σε τούτη την πανέμορφη γη της Κρήτης, οι άνθρωποι που κατοίκησαν τον τόπο πριν από χιλιάδες χρόνια άφησαν τα σημάδια της παρουσίας τους σε αρχαίες πολιτείες, σε παλάτια και κάστρα, σε χωριά και μοναστήρια.
Από γενιά σε γενιά οι Κρητικοί πάλεψαν με Ρωμαίους, Άραβες, Βενετούς και Τούρκους για να κρατήσουν το νησί τους ελεύθερο. Στο πέρασμα των αιώνων οι Κρητικοί σφυρηλατήθηκαν στο αμόνι του αγώνα με τη φωτιά του πολέμου.
Η κάθε εποχή άφησε τη σφραγίδα της στην ιστορία της Κρήτης. Μέσα στη χιλιόχρονη ροή του χρόνου διαδραματίστηκαν γεγονότα και καθημερινές ιστορίες ανθρώπων και τόπων σχεδόν άγνωστες μέχρι σήμερα.
Μία από τις πιο πολύπαθες περιόδους της κρητικής ιστορίας είναι η αραβοκρατία που διήρκεσε σχεδόν εκατόν σαράντα χρόνια, από το 824 έως το 961.
Η Κρήτη είχε μεταμορφωθεί σε ένα απέραντο σκλαβοπάζαρο θρήνου και μαρτυρίων. Ήταν το φοβερό ορμητήριο των Αράβων πειρατών σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι της εποχής αποκαλούσαν την Κρήτη "θεόλετον και βαρβαροτρόφον".

Το χρονικό της συμφοράς άρχισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας, όταν μια εσωτερική κρίση στις σχέσεις των μουσουλμανικών στοιχείων της περιοχής ανάγκασε τον αρχηγό της Gordoba, Αμπού Χαψ Ομάρ, να πάρει το λαό του και να αναζητήσει άλλο τόπο εγκατάστασης. Πήγε αρχικά το 813 στην Αίγυπτο και το 818 κατέλαβε την Αλεξάνδρεια, αλλά οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να στρέψουν το ενδιαφέρον των πειρατών προς την Κρήτη, για να απαλλαχθούν από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Οι Ανδαλουσιανοί πειρατές της Gordoba εισέβαλαν το 824 στην Κρήτη, που ήταν τότε επαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την κατέλαβαν.
Το Βυζάντιο ύστερα από επανειλημμένες εκστρατείες ανακατέλαβε την Κρήτη στις 7 Μαρτίου 961 με τον Νικηφόρο Φωκά, τον μετέπειτα αυτοκράτορα.
Οι πειρατικές επιδρομές στα παράλια της Κρήτης ήταν διαρκείς και στους επόμενους αιώνες, ακόμη και τότε που κατείχε την Κρήτη η θαλασσοκράτειρα Βενετία.
Μουσουλμάνοι πειρατές των αφρικανικών παραλίων εξαπέλυαν αιφνιδιαστικές επιδρομές σπέρνοντας τη φρίκη και τον όλεθρο στο πέρασμά τους. Χιλιάδες αθώοι άνθρωποι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και πολλά χωριά και μοναστήρια της Κρήτης μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα του νησιού σε πιο ασφαλείς ορεινές τοποθεσίες.

Κατά το 14ο αιώνα οι επιδρομές των μουσουλμάνων πειρατών αναγκάζουν το Βενετό δούκα της Κρήτης, Nicola Gianni, να ζητήσει από τη Δημοκρατία της Βενετίας τη συνεχή επαγρύπνηση του βενετικού στόλου.
Το 1317 Αλγερινοί πειρατές έχουν κάνει ορμητήριό τους το Γαϊδουρονήσι και λυμαίνονται ολόκληρη την περιοχή. Η Βενετία παραχώρησε τότε το νησί στον Andrea Dandolo, με την υποχρέωση να εκδιώξει τους πειρατές και να οικοδομήσει πύργο για την προστασία του νησιού. Παράλληλα οι Αρχές πήραν μέτρα για την προστασία των ακτών. Χτίστηκαν παρατηρητήρια που έκαναν σινιάλο με καπνό όταν έβλεπαν τα πειρατικά καράβια να πλησιάζουν τις ακτές. Ο τότε δούκας της Κρήτης Vlassio Zenno επέβαλε και έκτακτη φορολογία για τον εξοπλισμό δύο γαλερών που θα επιτηρούσαν συνεχώς τα παράλια της Κρήτης.
Οι επιδρομές των πειρατών συνεχίστηκαν παρά τα μέτρα που έλαβαν οι Βενετοί. Ολόκληρο το 14ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 15ου αποτέλεσαν φοβερή μάστιγα.
Από την πλευρά του, ο σουλτάνος ενθάρρυνε την πειρατική δραστηριότητα προκειμένου να πλήξει τη Βενετία που στηριζόταν στο θαλάσσιο εμπόριο. Οι πειρατικές επιδρομές έγιναν συχνότερες και αγριότερες. Τότε εμφανίστηκαν και οι φοβεροί πειρατές της Μπαρμπαριάς που οδήγησαν χιλιάδες σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ένα δημοτικό τραγούδι εκείνης της εποχής εκφράζει τη φριχτή πραγματικότητα:
«Ήλιε που βγαίνεις το πρωί σ' όλο τον κόσμο δούδεις,
σε όλο τον κόσμο ανάτειλε σ' όλη την οικουμένη,
στων Μπαρμπαρέσων τις αυλές ήλιε μην ανατείλεις.
Κι αν ανατείλεις ήλιε μου να γοργοβασιλέψεις,
γιατί έχουν σκλάβους όμορφους πολλά παραπονιάρους,
και θα γραθού οι γιαχτίδες σου 'πο των σκλαβώ τα δάκρυα...».

Το δουλεμπόριο εκείνη την εποχή είχε πάρει τέτοια έκταση ώστε ακόμη και στα λιμάνια της Κρήτης με τηνανοχή των Βενετών γίνονταν αγοραπωλησίες ανθρώπων.
Το 1522 οι πειρατές λεηλατούν τα παράλια της Ιεράπετρας και δύο χρόνια αργότερα εφορμούν στο λιμάνι των Χανίων και αρπάζουν δύο καράβια που ήταν αγκυροβολημένα εκεί. Τον Ιούνιο του 1538 εμφανίζεται στο Αιγαίο Πέλαγος ο πιο αιμοβόρος και άγριος πειρατής όλων των εποχών, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, με ένα στόλο ογδόντα πλοίων. Εξαπέλυσε πρωτοφανείς σε αγριότητα επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο και στη συνέχεια στράφηκε προς την Κρήτη. Επιτέθηκε στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και κυρίευσε το φρούριο της Σητείας που δεν είχε ισχυρή άμυνα. Λεηλάτησε και έκαψε τα χωριά της περιοχής και οδήγησε χιλιάδες Κρητικούς στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας και της Αλγερίας.
Οι πειρατές έχοντας αντιληφθεί ότι η Βενετία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις τους αποθρασύνονται. Το 1562 εμφανίζεται ο διάδοχος του Μπαρμπαρόσα, Dragut Reiss, ο οποίος λεηλάτησε τα χωριά του Ρεθύμνου και της επαρχίας Αποκορώνου των Χανίων, για να ακολουθήσει τον Ιούνιο του 1571 και η επιδρομή του Αλγερινού Ulouts Ali που, αφού έκαψε τα χωριά της επαρχίας Μυλοποτάμου, εισέβαλε στην πόλη του Ρεθύμνου και την ισοπέδωσε.

Από το 1600 η πειρατεία εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο. Εκτός από τους μουσουλμάνους Τούρκους και Άραβες πειρατές, τα εμπορικά πλοία και οι ακτές δέχονταν επιθέσεις και από Μαλτέζους, Ισπανούς ακόμη και Έλληνες πειρατές, όπως έναν Έλληνα από την Πάτμο, ο οποίος αφού ασπάστηκε το Κοράνι άρχισε την πειρατεία μαζί με το γιο του στα νερά της Ρόδου, όπως αναφέρει σε έκθεσή του ο Βενετός Francesco Morozini.

Στις θάλασσες της Μεσογείου εκτός από τους πειρατές δρούσαν και οι κουρσάροι εκδικητές, που έπαιρναν εκδίκηση για τα όσα δεινά προκαλούσαν οι πειρατές.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Γιάοντης από την Κάρπαθο, που όργωνε τις θάλασσες καταδιώκοντας τα πειρατικά καράβια. Όταν αιχμαλώτιζε πειρατές τούς άρπαζε από τα μαλλιά και καθώς ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος τούς σήκωνε στον αέρα πάνω από τη θάλασσα και έλεγε: «Γιαόντι έκαμες στους χριστιανούς παίρνω την κεφαλή σου». Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι "καπετάν Γιάοντης". Ένα δημοτικό τραγούδι της Καρπάθου μέχρι σήμερα υπενθυμίζει:
«Ο καπετάν ο Γιάοντης το βουινό τουλούμι,
εφώνιαζε τ' Αγαρηνού σάλευγε βρε ουρούνι».
Η πειρατεία είχε δημιουργήσει εκείνα τα χρόνια ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που ήταν η εξαγορά των σκλάβων. Στα νησιά του Αιγαίου οι Βενετοί είχαν επιβάλει ειδική φορολογία για την εξαγορά των σκλάβων, το περίφημο τέλος των Τούρκων (τουρκοτέλι), ενώ στα νησιά του Ιονίου Πελάγους είχαν συσταθεί ειδικά ταμεία με τη φροντίδα των ενοριών.
Στην Κρήτη για την εξαγορά των σκλάβων βοηθούσαν οι συντεχνίες, όπως η Αδελφότητα των Ναυτικών και πολλοί πλούσιοι Κρητικοί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άρχοντας Μάρκος Παπαδόπουλος, που πέθανε το 1603. Στη διαθήκη του δέσμευε τους κληρονόμους του να εξαγοράζουν κάθε χρόνο δύο χριστιανούς σκλάβους.
Η θάλασσα ήταν ανέκαθεν για την Κρήτη ο δρόμος μέσα από τον οποίο ξεδίπλωσε τις δυνατότητες και τον πολιτισμό της, αλλά ήταν και ο δρόμος από τον οποίο ήρθαν στο νησί πολλά δεινά.
Σήμερα στις όμορφες ακρογιαλιές της Κρήτης τίποτα δε θυμίζει εκείνους τους σκοτεινούς αιώνες, όμως ο κάθε βράχος και η κάθε ακρογιαλιά έχει και μια ιστορία να σου διηγηθεί.


Σπήλαιο Ειλειθυίας Κρήτης.

Περιγραφή

Σημαντικότατο ρόλο στη μινωική θρησκεία έπαιζαν διάφορα σπήλαια στην Κρήτη που αποτέλεσαν τους αρχαιότερους χώρους λατρείας. Τα σπήλαια ήταν κατά κύριο λόγο κέντρα της λαϊκής θρησκείας. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές σπουδαίες θεές βρήκαν καταφύγιο σε σπήλαια και νεαροί θεοί γεννήθηκαν εκεί. Διάφορα αναθήματα, εν μέρει πλούσια και σπουδαία, αφιερώθηκαν από τους πιστούς. Οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες με τις παράξενες μορφές τους, οι οποίες στο βαθύ σκοτάδι των σπηλαίων και κάτω από το αμυδρό φως των λαμπών γίνονταν ακόμη πιο φανταστικές, επηρέαζαν και δημιουργούσαν κατάνυξη στους πιστούς.
Ένα από τα σημαντικά σπήλαια ήταν αυτό της Ειλειθυίας, το οποίο βρίσκεται 7 χλμ. ανατολικά του Ηρακλείου, κοντά στην Αμνισό. Αναπτύσσεται στις ανατολικές παρειές της κοιλάδας του ποταμού Καρτερού, στην ενδοχώρα. Η ανάπτυξη του είναι επιμήκης με κατεύθυνση Α-Δ και μέγιστες διαστάσεις 64 x 9 x 4,5.Το συγκεκριμένο σπήλαιο ξεκίνησε ως τόπος διαμονής προϊστορικών ανθρώπων, ενώ κατά την 3η χιλιετία εξελίχθηκε σε τόπο μινωικής λατρείας. Από τότε συνέχισε τη διαχρονική πορεία του μέχρι και τον 5ο - 6ο αι. μ.Χ. Αποτελεί έναν από τους ιερότερους θρησκευτικούς τόπους, καθώς κατάφερε να επιζήσει δύο πολιτισμών (μινωικός, ελληνικός) και τριών θρησκειών (μινωική, μυκηναϊκή, δωδεκάθεο του Ολύμπου) και να διατηρήσει τη σπουδαιότητά του. Η Ειλειθυία είναι η θεά των τοκετών και το σπήλαιο αυτό ήταν ο κυριότερος τόπος της λατρείας της. Τη γέννησε η θεά Ήρα μέσα σ' αυτό το σπήλαιο σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει ο Όμηρος (τ 188). Tα ευρήματα μαρτυρούν συνεχή χρήση του σπηλαίου από τη Nεολιθική μέχρι και την ύστερη Pωμαϊκή περίοδο. Συστηματική ήταν η χρήση του κυρίως την Nεολιθική, Mινωική και Pωμαϊκή περίοδο. Επίσης εντοπίστηκαν ίχνη λατρείας των παλαιοχριστιανικών χρόνων (5ος αιώνας). 

Το σπήλαιο έχει μήκος 62,3 μ. (ανατολικά-δυτικά) και η είσοδος του βρίσκεται στα ανατολικά. Το πλάτος του φτάνει μέχρι τα 12 μ. Eσωτερικά υπήρχε ορθογώνιο δωμάτιο ("θυρωρείο σπηλαίων") και ένας ορθογώνιος περίβολος ο οποίος περικλείει κυλινδρικούς σταλαγμίτες (βωμός ή σηκός;). Η ''Πλατεία των βωμών'' βρίσκεται ακριβώς έξω από το σπήλαιο και χρησίμευε πιθανόν για τελετουργικούς σκοπούς. Εδώ αποκαλύφθηκαν κτήρια του 14ου-13ου αι. π.X. που ερμηνεύτηκαν από τον ανασκαφέα ως κατοικίες ιερέων.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε από τον Ι. Χατζηδάκη to 1885, ο οποίος το ταύτισε με το Ομηρικό σπήλαιο λατρείας της θεάς των τοκετών Ειλειθυίας. Οι ανασκαφές υπό τον Μαρινάτο κατά τα έτη 1929-1938 πιστοποιούν την χρήση του κατά την Νεολιθική, Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Μινωική και Γεωμετρική περίοδο. 

Η περιγραφή είναι απο το:Υπουργείο Πολιτισμού 

Ενετικά τείχη Ηρακλείου.

ΕΝΕΤΙΚΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ – ΧΑΝΔΑΚΑ
Ο οχυρωματικός περίβολος του βενετσιάνικου Χάνδακα του 15ου αι., που σώζεται μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του είδους του και λόγω της έκτασης και του βαθμού διατήρησης του, σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. Σήμερα τα τείχη οριοθετούν την παλιά πόλη του Ηρακλείου καταλήγοντας στα ανατολικά στο επιβλητικό θαλάσσιο φρούριο του Κούλε, ένα επίσης σημαντικό μνημείο της περιόδου της ενετοκρατίας.

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΕΤΟΥΣ

Όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη οργάνωσαν ένα σημαντικό οικιστικό κέντρο (824 – 961 μ.Χ.) που το ονόμασαν Χάνδακα, στη θέση του σημερινού Ηρακλείου και το περιέβαλαν με τείχη, χτισμένα από ωμές πλίνθους και θεμελιωμένα σε λίθινη κρηπίδα, που αποτελούνταν από ευθύγραμμα τμήματα και πύργους.Πάνω σε αυτήν τη λίθινη κρηπίδα που είχε διασωθεί, ήρθαν αργότερα οι Βυζαντινοί του Νικηφόρου Φωκά (961 – 1204 μ.Χ.) να ορθώσουν το δικό τους οχυρωματικό περίβολο και να τον επεκτείνουν πάνω στην πορεία που οριοθετείται από τους σημερινούς οδούς Χάνδακος, Δαιδάλου, Δουκός Μποφώρ και το λιμάνι για να προστατεύσουν την πόλη τους.


ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΑ ΤΕΙΧΗ
Ο Χάνδακας, με την εγκατάσταση των Ενετών στα 1211, που ονομάζεται τώρα Candia από τους νέους αποίκους, εξελίσσεται στο σπουδαιότερο κέντρο της πολιτικής, στρατιωτικής, πνευματικής και εμπορικής ζωής του Νησιού, με ανάκτορο για τον δούκα, μέγαρα για τους ευγενείς αποίκους, ναούς για τον θρησκευόμενο λαό και κάθε άλλο στοιχείο που χαρακτήριζε μια ανάλογη πόλη του Βασιλείου της Βενετίας.Οι Ενετοί αρχικά αρκέστηκαν στην οχύρωση που βρήκαν όταν έφθασαν στο νησί, δηλαδή την υπάρχουσα αραβική – βυζαντινή, τμήματα της οποίας σώζονται ακόμη και σήμερα, πίσω από νέα κτίσματα, στην πορεία των οδών Χάνδακος, Δαιδάλου, Δουκός Μποφώρ και στο λιμάνι της πόλης.Επέφεραν όμως σ’ αυτήν κάποιες επιδιορθώσεις, προκειμένου να προστατευθούν από τις εσωτερικές αναταραχές που είχαν με το ντόπιο στοιχείο. Με τον καιρό διαπιστώνοντας ότι ο τουρκικός κίνδυνος γινόταν ολοένα και πιο ορατός και απειλητικός, άρχισαν το σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση ενός νέου οχυρωματικού περιβόλου (αυτού που διασώζεται μέχρι σήμερα και περιβάλλει την παλιά πόλη) που θα περιελάμβανε την πόλη μαζί με τα προάστια που είχαν τότε δημιουργηθεί. Τα νέα τείχη σχεδίασαν διάφοροι μηχανικοί σταλμένοι από τη Βενετία, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν ο διασημότερος στρατιωτικός μηχανικός της Βενετίας, ο Michele Sanmicheli.

ΝΕΑ ΟΧΥΡΩΣΗ
Ο σχεδιασμός και η κατασκευή της νέας οχύρωσης του Χάνδακα έγινε σε διάφορες φάσεις και κράτησε σχεδόν δύο αιώνες ξεκινώντας από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Ο σχεδιασμός έγινε με βάση τις νέες αρχές της οχυρωματικής τέχνης με την καθιέρωση του προμαχωνικού συστήματος και τις ανάγκες που προέκυψαν από την εφεύρεση της πυρίτιδας.
Ο νέος αμυντικός περίβολος, που έχει σχήμα τριγώνου με βάση στη θάλασσα, έχει περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα. Την οχύρωση συμπλήρωνε, από την πλευρά του χερσαίου τμήματος, τάφρος και άλλα εξωτερικά οχυρά. Χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού σχεδιασμού αποτελούσαν οι προμαχώνες (Fronte Bastionato) που ήταν συνολικά επτά από ανατολικά προς τα δυτικά: ο Προμαχώνας Σαμπιονάρα (της Άμμου, που ανακατασκευάστηκε από τους Τούρκους), ο Προμαχώνας Βιτούρι, ο Προμαχώνας Ιησού, ο Προμαχώνας Μαρτινέγκο, ο Προμαχώνας Βηθλεέμ, ο Προμαχώνας Παντοκράτορα και ο Προμαχώνας Αγ. Ανδρέα (επίσης ανακατασκευασμένος από τους Τούρκους). Οι Προμαχώνες ενώνονταν μεταξύ τους με ευθύγραμμα τμήματα (cortina) και στα σημεία ένωσης σχηματίζονταν δύο χαμηλές πλατείες, χαμηλότερα από το επίπεδο του ίδιου του προμαχώνα και ψηλότερα από την τάφρο. Στους ανοικτούς αυτούς χώρους υπήρχαν κτιστές κανονιοθυρίδες, όπου τοποθετούνταν κανόνια που προστάτευαν την τάφρο και τον απέναντι προμαχώνα. Στις χαμηλές Πλατείες υπήρχαν δύο ανοίγματα με στοές, το ένα οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης και το άλλο στην τάφρο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού περιβόλου, που επιβλήθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας και προστασίας των αμυνομένων, εξαιτίας της ανομοιομορφίας του φυσικού εδάφους έξω από την τάφρο, ήταν η κατασκευή επιπρομαχώνων (cavalieri). Κατασκευάστηκαν τρεις μεγάλοι επιπρομαχώνες: ο επιπρομαχώνας Βιττούρι, ο επιπρομαχώνας Μαρτινέγκο και ο επιπτομαχώνας Τζάνε απέναντι από τον προμαχώνα Σαμπιονάρα.

Οι Τούρκοι τέλος, όταν κατέλαβαν τον Χάνδακα και ανακατασκεύασαν τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, πρόσθεσαν έναν επιπρομαχώνα.
Το παραθαλάσσιο τμήμα των τειχών κατασκευάσθηκε και εδράστηκε πάνω στην υπάρχουσα βραχώδη ακτή. Προς την ανατολική πλευρά το τείχος κατέληγε στο μεγάλο φρούριο που προστάτευε το λιμάνι, το λεγόμενο Castello del Molo (Κούλε).


ΠΥΛΕΣ
Οι πύλες της ενετικής οχύρωσης που σώζονται μέχρι τις μέρες μας αποτελούν σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της περιόδου της ενετοκρατίας και εξυπηρετούσαν στη σύνδεση της πόλης με τα προάστια και την εξοχή.Ειδικότερα:
Η 
πύλη του Αγ. Γεωργίου (επίσης γνωστή και ως πύλη του Μαρουλά ή του Λαζαρέτο) για την επικοινωνία με τις ανατολικές περιοχές, σήμερα σώζεται μόνο η έξοδός της στη λεωφόρο Ικάρου, ενώ η πρόσοψή της προς την πόλη υπήρξε μνημειακή, κατεδαφίστηκε όμως το 1917.
Η 
πύλη Ιησού που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του περιβόλου (γνωστή σαν Καινούρια Πόρτα), για την επικοινωνία με τις νότιες περιοχές.
Η 
πύλη του Παντοκράτορα (γνωστή και ως πύλη των Χανίων) για την επικοινωνία με τις δυτικές περιοχές.
Εκτός αυτών υπήρχαν και δευτερεύουσες πύλες στρατιωτικού ή βοηθητικού χαρακτήρα όπως είναι και η αναστηλωμένη σήμερα 
πύλη Βηθλεέμ στον ομώνυμο προμαχώνα.
Υπήρχαν, τέλος, πύλες που συνδέανε την πόλη με το λιμάνι, τα νεώρια και τη θάλασσα. Απ’ αυτές σήμερα σώζονται η Πύλη του Δερματά στο μέσον περίπου του θαλάσσιου τείχους, στον ομώνυμο κόλπο (διασώζεται η έξοδός της προς την πόλη και αναστηλώνεται) που βοηθούσε στην επικοινωνία με τη θάλασσα, και η πύλη της Σαμπιονάρα στον ομώνυμο προμαχώνα. Εκτός αυτών η Πύλη του Μόλου και η Πύλη των Νεωρίων που δεν σώζονται σήμερα, εξυπηρετούσαν τη σύνδεση με το λιμάνι και τα νεώρια.

Ο φρουριακός περίβολος του Χάνδακα αποτελεί έργο θαυμαστό όσον αφορά την έμπνευση και το σχεδιασμό του για ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. Άντεξε πάνω από 20 χρόνια την πολιορκία από τους Τούρκους και αποτελεί πλέον ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο για την πόλη του Ηρακλείου.
Για το σκοπό αυτό από το 1989 λειτουργεί στο Δήμο ειδικό Γραφείο με σκοπό την αναστήλωση και αποκατάσταση των Ενετικών Τειχών, μέσα από το θεσμικό πλαίσιο μιας Προγραμματικής Σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού, του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και του Δήμου Ηρακλείου. Με εργολαβίες, έργα αυτεπιστασίας και ειδικές μελέτες ο Δήμος προσπαθεί να αποκαταστήσει και να αναδείξει τον οχυρωματικό περίβολο και την τάφρο, να δημιουργήσει χώρους πρασίνου, παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, χώρους περιπάτου και αναψυχής, έτσι ώστε ο σημερινός περιπατητής και επισκέπτης να συνδεθεί με το ιστορικό παρελθόν της πόλης και τα μνημεία της.

ΤΟ ΛΙΜΑΝΗ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ 
Το μικρό λιμάνι του Χάνδακα διαδραμάτισε, δίχως αμφιβολία, έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή της πόλης ειδικότερα, αλλά και ολόκληρου του νησιού. Από νωρίς υπήρξε το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου και παράλληλα ο σημαντικότερος ναύσταθμος του στόλου της Βενετίας στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Στην είσοδό του δεσπόζει το επιβλητικό θαλάσσιο φρούριο (το μετέπειτα ονομαζόμενο φρούριο του Κούλε), ενώ στα νότια και στα ανατολικά κτίζονται τα νεώρια. Η σύνδεση του λιμανιού με την πόλη διεξαγόταν κυρίως από δύο πύλες, καμιά από τις οποίες δεν σώζεται σήμερα, την πύλη του μόλου και την πύλη των νεωρίων.
Τα νεώρια αποτελούνται από μεγάλους επιμήκεις θολοσκεπείς χώρους που μπορούσαν να στεγάσουν γαλέρες προκειμένου να επισκευασθούν ή ακόμη και να κατασκευασθούν εξαρχής.

Κτίστηκαν τρία συγκροτήματα νεωρίων σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις. Το πρώτο συγκρότημα ονομάζεται 
Arsenali Antichi και βρισκόταν στη νότια πλευρά του λιμανιού. Το δεύτερο συγκρότημα των Νεωρίων που ονομάστηκε Arsenali Vecchi κατασκευάστηκε δυτικά του πρώτου και τέλος το τρίτο συγκρότημα, το Arsenali Nuovi και Nuovissimi (τα τελευταία σε άλλη φάση) κτίστηκε στα νοτιοανατολικά του λιμανιού. Σήμερα από τα συγκροτήματα αυτά σώζονται μόνο ορισμένα τμήματά τους, νοτιοανατολικά του παλιού ενετικού λιμένα και νοτιοδυτικά του (δηλαδή τμήματα του τρίτου συγκροτήματος, Arsenali Nuovi καιNuovissimi, και του δεύτερου Arsenali Vecchi).
Μια μεγάλη κατασκευή στον ίδιο χώρο του λιμανιού, που σώζεται ακόμη και στις μέρες μας, είναι η δεξαμενή νερού που βρίσκεται δίπλα στο τρίτο συγκρότημα των νεωρίων με χωρητικότητα 20.000 βαρελιών.

ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
Βενετσιάνικο θαλάσσιο φρούριο που βρίσκεται στην είσοδο του παλιού λιμανιού. Κτίστηκε από τους Βενετούς, πριν την κατασκευή της νέας ενετικής οχύρωσης, με σκοπό να προστατεύει το λιμενοβραχίονα και το λιμάνι. Την τελική του μορφή παίρνει μεταξύ 1523 – 1540 αντικαθιστώντας άλλη κατασκευή που καταστράφηκε από σεισμό. Έχει δεχτεί επανειλημμένες επισκευές εξαιτίας της ορμητικής δύναμης της θάλασσας που προξενούσε ανέκαθεν φθορές στην τοιχοποιία και στη θεμελίωση του. Είναι κτισμένο από ογκόλιθους και αποτελείται από δυο ορόφους. Στο ισόγειο υπάρχουν 26 διαμερίσματα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των καπετάνιων ή ως αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στον επάνω χώρο υπάρχουν επάλξεις για την τοποθέτηση κανονιών. Τα ανώτερα τμήματα και η βάση του μιναρέ αποτελούν τούρκικες επεμβάσεις. Εξωτερικά, στις κύριες πλευρές του φρουρίου, δεσπόζουν οι ανάγλυφες πλάκες με το λιοντάρι.

Το κείμενο είναι απο το φροντιστήριο Ορίζοντες

Το φαράγγι της Σαμαριάς

Το Φαράγγι της Σαμαριάς ή Φάρραγγα, όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, βρίσκεται 43 χιλιόμετρα νότια από τα Χανιά. Η είσοδος του φαραγγιού βρίσκεται στην τοποθεσία Ξυλόσκαλο και έχει υψόμετρο 1.227 μέτρα. H θέση Ξυλόσκαλο πήρε την ονομασία της από μια ξύλινη σκάλα που υπήρχε παλιά εκεί και διευκόλυνε την κατάβαση στο φαράγγι. Επίσης στην περιοχή αυτή (λίγο πριν το Ξυλόσκαλο) υπάρχει ένας μικρός δρόμος ο οποίος οδηγεί στο Χιονοδρομικό Κέντρο στη θέση Καλλέργη με υψόμετρο 1.680 μέτρα.
Η κάθοδος του Φαραγγιού ξεκινά από το Ξυλόσκαλο, στην αρχή με σκαλιά και στην συνέχεια με μικρό μονοπάτι. Η κάθοδος είναι αρκετά δύσκολη και διαρκεί 6 - 8 ώρες περίπου. Αυτοί που σκοπεύουν να περάσουν το Φαράγγι πρέπει να φορούν αθλητικά παπούτσια και καπέλο. Νερό δεν χρειάζεται γιατί κατά την διάρκεια της διαδρομής υπάρχουν βρύσες. Το φαράγγι έχει ανακηρυχθεί Εθνικός Δρυμός για να προστατευτεί η σπάνια πανίδα και χλωρίδα του και ιδιαίτερα ο κρητικός αίγαγρος (κρι - κρί, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι) που ζει εδώ. Πρόσφατα το φαράγγι της Σαμαριάς βραβεύτηκε από το συμβούλιο της Ευρώπης σαν μια από τις πλέον παρθένες και ωραιότερες φυσικές περιοχές της γηραιάς ηπείρου. Κοντά στην είσοδο είναι το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, τριγυρισμένο από δέντρα και πηγές με ολοδρόσερο νερό. Εδώ πιστεύεται ότι υπήρχε αρχαίος ναός του θεού Απόλλωνα και σε μικρή απόσταση η αρχαία πόλη "Καινώ". Στα μισά της διαδρομής βρίσκεται ο παλιός οικισμός Σαμαριά, ο οποίος εγκαταλείφθηκε λίγα χρόνια μετά την ανακήρυξη του φαραγγιού σαν Εθνικού Δρυμού (1962). Εκεί υπάρχει η βυζαντινή εκκλησία της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όπου και προέρχεται το όνομα "Σαμαριά" που δεν είναι τίποτα άλλο από μια παραφθορά του : Οσία Μαρία - Σιαμαρία - Σαμαριά. Τώρα στο εγκαταλελειμμένο οικισμό υπάρχει τηλέφωνο, Αστυνομικός Σταθμός, φαρμακείο, ελικοδρόμιο για περιπτώσεις ανάγκης κ.λ.π. Επίσης κατά την διάρκεια της διαδρομής υπάρχουν : κουτιά πρώτων βοηθειών και πυροσβεστικές φωλιές.
Η διάβαση του φαραγγιού είναι μια ανεπανάληπτη και συγκλονιστική εμπειρία. Ο πεζοπόρος βρίσκεται μέσα στη φύση και την άγρια ομορφιά της και ανταμείβεται για τη δύσκολη πεζοπορία του στο τραχύ, κατηφορικό έδαφος μ' ένα επιβλητικό, πρωτόγονο θέαμα χωρίς καμία ανθρώπινη επέμβαση.
Εντυπωσιακό και επιβλητικό είναι το σημείο που ονομάζεται "Πόρτα", λόγω του ότι οι κάθετες πλευρές του πλησιάζουν πολύ μεταξύ τους (3 - 4 μέτρα). Καθώς τελειώνει η διάβαση του φαραγγιού φαίνεται από μακριά η Αγία Ρουμέλη, οπού εκεί ο πεζοπόρος θα συναντήσει μια από τις πιο όμορφες και καθαρές παραλίες της νότιας Κρήτης. Η Αγία Ρουμέλη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Τάρρας. Είναι αποκομμένη (οδικώς) από την υπόλοιπη Κρήτη. Συνδέεται μόνο από τη θάλασσα (με μικρά πλοία) με τη Χώρα Σφακίων στα ανατολικά, τη Σούγια και τη Παλαιόχωρα στα δυτικά και από κει με λεωφορεία του ΚΤΕΛ με τα Χανιά και το Ρέθυμνο.

Το κείμενο είναι από εδώ:
κλικ