Ο βασιλιάς Αλέξανδρος όπως σκιαγραφείται από τον Πλούταρχο
ὁ Ἀλέξανδρος κατὰ τὸν Πλούταρχον:
Οὐ γὰρ ἡδονὴν ζηλῶν οὐδὲ πλοῦτον, ἀλλ'ἀρετὴν καὶ δόξαν, ἐνόμιζεν, ὄσω πλείονα λήψεται παρὰ τοῦ πατρός, ἐλάττονα κατορθώσειν δι' αὐτοῦ[…] ἐβούλετο μὴ χρήματα μηδὲ τρυφᾶς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλ' ἀγώνας καὶ πολέμους καὶ φιλοτιμίας ἔχουσαν ἀρχὴν παραλαβῆς. {5-5 κ.ἒ}
ο Φίλιππος εἶπε στὸν Ἀλέξανδρο, ὅταν δάμασε τὸν Βουκέφαλο :
"Ὢ παῖ, φάναι, ζήτει σεαυτῶ βασιλείαν ἴσην. Μακεδονία γὰρ σ' οὐ χωρεῖ." {6-8}
ο Ἀλέξανδρος θαύμαζε καὶ ἀγαποῦσε τὸν δάσκαλό του Ἀριστοτέλη :
Ἀριστοτέλην δὲ θαυμάζων ἐν ἀρχῇ καὶ ἀγαπῶν οὒχ ἧττον, ὡς αὐτὸς ἔλεγε, τοῦ πατρός, ὡς δι' ἐκεῖνον μὲν ζῶν, διὰ τοῦτον δὲ καλῶς ζῶν… {8-4}
ο Ἀλέξανδρος εἶπε στοὺς Ἀθηναίους, μετὰ τὴ μάχη τῆς Χερώνειας :
…ἀλλὰ καὶ προσέχειν ἐκέλευσε τοὶς πράγμασι τὸν νοῦν τὴν πόλιν, ὡς εἰ τί συμβαίη περὶ αὐτόν, ἄρξουσαν τῆς Ἑλλάδος. {13-2}
δηλαδὴ : νὰ προσέχουν πολὺ τὰ πράγματα γιατί ἂν κάτι τοῦ συνέβαινε στὴν ἐκστρατεία κατὰ τῶν Περσῶν, ἡ Ἀθήνα θὰ εἶχε τὴν ἐξουσία στὴν Ἑλλάδα.
ο Ἀλέξανδρος πίστευε πὼς ὁ αὐτοέλεγχος εἶναι σπουδαιότερος ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς νίκες : Ἀλέξανδρος ὡς ἔοικε τοῦ νικᾶν τοὺς πολεμίους τὸ κρατεὶν ἑαυτοῦ βασιλικώτερον ἡγούμενος {21-7}
ο Δαρεῖος ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν μεγαλόφρονα τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιμετώπισε τὶς συγγενεῖς του, εἶπε:
"Θεοὶ γενέθλιοι καὶ βασίλειοι, μάλιστα μὲν ἐμοὶ διδοίητε τὴν Περσῶν ἀρχὴν εἰς ὀρθὸν αὔθις σταθεῖσαν ἐφ' οἲς ἐδεξάμην ἀγαθοὶς ἀπολαβείν, ἴνα κρατήσας ἀμείψομαι τᾶς Ἀλεξάνδρου χάριτας, ὧν εἰς τὰ φίλτατα πταίσας ἔτυχον. Εἰδ'ἄρα τὶς οὗτος εἰμαρτὸς ἤκει χρόνος, ὀφειλόμενος νεμέσει καὶ μεταβολή, παύσασθαι τὰ Περσῶν, μηδεὶς ἄλλος ἀνθρώπων καθίσειεν εἰς τὸν Κύρου θρόνον πλὴν Ἀλεξάνδρου". {30-12,13}
δηλαδὴ : Εὔχομαι νὰ κερδίσω αὐτὸν τὸν πόλεμο γιὰ νὰ μοῦ δωθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀνταμοίψω τὸν Ἀλέξανδρον γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἀπέναντι στοὺς συγγενεῖς μου ποὺ αἰχμαλώτησε. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα ὁ χρόνος τῆς βασιλείας μου τελείωσε, ἐπειδὴ ἔτσι τὸ θέλησε ἡ θεία βούληση, μακάρι νὰ μὴν κάτσει στὸν θρόνο τοῦ Κύρου ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον
όταν ὁ Παρμενίων ἐγκατέλειψε τὸ πεδίο τῆς μάχης τῶν Γαυαγαμήλων, γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὶς ἀποσκευὲς καὶ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ μακεδονικοῦ στρατοῦ, ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τῶν Περσῶν, ὁ Ἀλέξανδρος εἶπε:
δηλαδὴ : Σίγουρα τρελλάθηκε ὁ Παρμενίων ! δὲν σκέφτηκε πὼς ἂν νικήσουμε θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὰ ὅσα κατέχουν οἱ ἐχθροί, κι ἂν ἡττηθοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι ὄχι νὰ σκεφθοῦμε γιὰ χρήματα καὶ δούλους, ἀλλὰ πὼς θὰ πεθάνουμε ἔνδοξα ἀγωνιζόμενοι λαμπρῶς.
όταν τοῦ πρόσφεραν νερὸ μὲ τὴν περικεφαλαία στὴν ἔρημο, ἐνῶ ὁ στρατὸς τοῦ διψοῦσε
"Ἂν γὰρ αὐτὸς πῖω μόνος, ἀναθυμήσουσιν οὗτοι [οἱ ἱππεῖς]". θεασάμενοι δὲ τὴν ἐγκράτειαν αὐτοῦ καὶ μεγαλοψυχίαν οἱ ἱππεῖς ἀνέκραγον θαρρούντα καὶ τοὺς ἵππους ἐμάστιζον. Οὔτε γὰρ κάμνεις οὔτε διψᾶν οὐθ' ὅλως τοὺς θνητοὺς εἶναι νομίζειν αὐτούς, ἕως ἂν ἔχωσι βασιλέα τοιοῦτον. {42-10}