Ο οχυρωματικός περίβολος του βενετσιάνικου Χάνδακα του 15ου αι., που σώζεται μέχρι τις μέρες μας, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του είδους του και λόγω της έκτασης και του βαθμού διατήρησης του, σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. Σήμερα τα τείχη οριοθετούν την παλιά πόλη του Ηρακλείου καταλήγοντας στα ανατολικά στο επιβλητικό θαλάσσιο φρούριο του Κούλε, ένα επίσης σημαντικό μνημείο της περιόδου της ενετοκρατίας.
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΕΤΟΥΣ
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΕΤΟΥΣ
Όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Κρήτη οργάνωσαν ένα σημαντικό οικιστικό κέντρο (824 – 961 μ.Χ.) που το ονόμασαν Χάνδακα, στη θέση του σημερινού Ηρακλείου και το περιέβαλαν με τείχη, χτισμένα από ωμές πλίνθους και θεμελιωμένα σε λίθινη κρηπίδα, που αποτελούνταν από ευθύγραμμα τμήματα και πύργους. Πάνω σε αυτήν τη λίθινη κρηπίδα που είχε διασωθεί, ήρθαν αργότερα οι Βυζαντινοί του Νικηφόρου Φωκά (961 – 1204 μ.Χ.) να ορθώσουν το δικό τους οχυρωματικό περίβολο και να τον επεκτείνουν πάνω στην πορεία που οριοθετείται από τους σημερινούς οδούς Χάνδακος, Δαιδάλου, Δουκός Μποφώρ και το λιμάνι για να προστατεύσουν την πόλη τους.
ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΙΚΑ ΤΕΙΧΗ
Ο Χάνδακας, με την εγκατάσταση των Ενετών στα 1211, που ονομάζεται τώρα Candia από τους νέους αποίκους, εξελίσσεται στο σπουδαιότερο κέντρο της πολιτικής, στρατιωτικής, πνευματικής και εμπορικής ζωής του Νησιού, με ανάκτορο για τον δούκα, μέγαρα για τους ευγενείς αποίκους, ναούς για τον θρησκευόμενο λαό και κάθε άλλο στοιχείο που χαρακτήριζε μια ανάλογη πόλη του Βασιλείου της Βενετίας. Οι Ενετοί αρχικά αρκέστηκαν στην οχύρωση που βρήκαν όταν έφθασαν στο νησί, δηλαδή την υπάρχουσα αραβική – βυζαντινή, τμήματα της οποίας σώζονται ακόμη και σήμερα, πίσω από νέα κτίσματα, στην πορεία των οδών Χάνδακος, Δαιδάλου, Δουκός Μποφώρ και στο λιμάνι της πόλης. Επέφεραν όμως σ’ αυτήν κάποιες επιδιορθώσεις, προκειμένου να προστατευθούν από τις εσωτερικές αναταραχές που είχαν με το ντόπιο στοιχείο. Με τον καιρό διαπιστώνοντας ότι ο τουρκικός κίνδυνος γινόταν ολοένα και πιο ορατός και απειλητικός, άρχισαν το σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση ενός νέου οχυρωματικού περιβόλου (αυτού που διασώζεται μέχρι σήμερα και περιβάλλει την παλιά πόλη) που θα περιελάμβανε την πόλη μαζί με τα προάστια που είχαν τότε δημιουργηθεί. Τα νέα τείχη σχεδίασαν διάφοροι μηχανικοί σταλμένοι από τη Βενετία, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν ο διασημότερος στρατιωτικός μηχανικός της Βενετίας, ο Michele Sanmicheli.
ΝΕΑ ΟΧΥΡΩΣΗ
Ο σχεδιασμός και η κατασκευή της νέας οχύρωσης του Χάνδακα έγινε σε διάφορες φάσεις και κράτησε σχεδόν δύο αιώνες ξεκινώντας από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα. Ο σχεδιασμός έγινε με βάση τις νέες αρχές της οχυρωματικής τέχνης με την καθιέρωση του προμαχωνικού συστήματος και τις ανάγκες που προέκυψαν από την εφεύρεση της πυρίτιδας.
Ο νέος αμυντικός περίβολος, που έχει σχήμα τριγώνου με βάση στη θάλασσα, έχει περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα. Την οχύρωση συμπλήρωνε, από την πλευρά του χερσαίου τμήματος, τάφρος και άλλα εξωτερικά οχυρά. Χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού σχεδιασμού αποτελούσαν οι προμαχώνες (Fronte Bastionato) που ήταν συνολικά επτά από ανατολικά προς τα δυτικά: ο Προμαχώνας Σαμπιονάρα (της Άμμου, που ανακατασκευάστηκε από τους Τούρκους), ο Προμαχώνας Βιτούρι, ο Προμαχώνας Ιησού, ο Προμαχώνας Μαρτινέγκο, ο Προμαχώνας Βηθλεέμ, ο Προμαχώνας Παντοκράτορα και ο Προμαχώνας Αγ. Ανδρέα (επίσης ανακατασκευασμένος από τους Τούρκους). Οι Προμαχώνες ενώνονταν μεταξύ τους με ευθύγραμμα τμήματα (cortina) και στα σημεία ένωσης σχηματίζονταν δύο χαμηλές πλατείες, χαμηλότερα από το επίπεδο του ίδιου του προμαχώνα και ψηλότερα από την τάφρο. Στους ανοικτούς αυτούς χώρους υπήρχαν κτιστές κανονιοθυρίδες, όπου τοποθετούνταν κανόνια που προστάτευαν την τάφρο και τον απέναντι προμαχώνα. Στις χαμηλές Πλατείες υπήρχαν δύο ανοίγματα με στοές, το ένα οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης και το άλλο στην τάφρο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού περιβόλου, που επιβλήθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας και προστασίας των αμυνομένων, εξαιτίας της ανομοιομορφίας του φυσικού εδάφους έξω από την τάφρο, ήταν η κατασκευή επιπρομαχώνων (cavalieri). Κατασκευάστηκαν τρεις μεγάλοι επιπρομαχώνες: ο επιπρομαχώνας Βιττούρι, ο επιπρομαχώνας Μαρτινέγκο και ο επιπτομαχώνας Τζάνε απέναντι από τον προμαχώνα Σαμπιονάρα.
Οι Τούρκοι τέλος, όταν κατέλαβαν τον Χάνδακα και ανακατασκεύασαν τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, πρόσθεσαν έναν επιπρομαχώνα. Το παραθαλάσσιο τμήμα των τειχών κατασκευάσθηκε και εδράστηκε πάνω στην υπάρχουσα βραχώδη ακτή. Προς την ανατολική πλευρά το τείχος κατέληγε στο μεγάλο φρούριο που προστάτευε το λιμάνι, το λεγόμενο Castello del Molo (Κούλε).
Ο νέος αμυντικός περίβολος, που έχει σχήμα τριγώνου με βάση στη θάλασσα, έχει περίμετρο περίπου 5 χιλιόμετρα. Την οχύρωση συμπλήρωνε, από την πλευρά του χερσαίου τμήματος, τάφρος και άλλα εξωτερικά οχυρά. Χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού σχεδιασμού αποτελούσαν οι προμαχώνες (Fronte Bastionato) που ήταν συνολικά επτά από ανατολικά προς τα δυτικά: ο Προμαχώνας Σαμπιονάρα (της Άμμου, που ανακατασκευάστηκε από τους Τούρκους), ο Προμαχώνας Βιτούρι, ο Προμαχώνας Ιησού, ο Προμαχώνας Μαρτινέγκο, ο Προμαχώνας Βηθλεέμ, ο Προμαχώνας Παντοκράτορα και ο Προμαχώνας Αγ. Ανδρέα (επίσης ανακατασκευασμένος από τους Τούρκους). Οι Προμαχώνες ενώνονταν μεταξύ τους με ευθύγραμμα τμήματα (cortina) και στα σημεία ένωσης σχηματίζονταν δύο χαμηλές πλατείες, χαμηλότερα από το επίπεδο του ίδιου του προμαχώνα και ψηλότερα από την τάφρο. Στους ανοικτούς αυτούς χώρους υπήρχαν κτιστές κανονιοθυρίδες, όπου τοποθετούνταν κανόνια που προστάτευαν την τάφρο και τον απέναντι προμαχώνα. Στις χαμηλές Πλατείες υπήρχαν δύο ανοίγματα με στοές, το ένα οδηγούσε στο εσωτερικό της πόλης και το άλλο στην τάφρο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο του οχυρωματικού περιβόλου, που επιβλήθηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας και προστασίας των αμυνομένων, εξαιτίας της ανομοιομορφίας του φυσικού εδάφους έξω από την τάφρο, ήταν η κατασκευή επιπρομαχώνων (cavalieri). Κατασκευάστηκαν τρεις μεγάλοι επιπρομαχώνες: ο επιπρομαχώνας Βιττούρι, ο επιπρομαχώνας Μαρτινέγκο και ο επιπτομαχώνας Τζάνε απέναντι από τον προμαχώνα Σαμπιονάρα.
Οι Τούρκοι τέλος, όταν κατέλαβαν τον Χάνδακα και ανακατασκεύασαν τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, πρόσθεσαν έναν επιπρομαχώνα.
ΠΥΛΕΣ
Οι πύλες της ενετικής οχύρωσης που σώζονται μέχρι τις μέρες μας αποτελούν σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της περιόδου της ενετοκρατίας και εξυπηρετούσαν στη σύνδεση της πόλης με τα προάστια και την εξοχή. Ειδικότερα:
Η πύλη του Αγ. Γεωργίου (επίσης γνωστή και ως πύλη του Μαρουλά ή του Λαζαρέτο) για την επικοινωνία με τις ανατολικές περιοχές, σήμερα σώζεται μόνο η έξοδός της στη λεωφόρο Ικάρου, ενώ η πρόσοψή της προς την πόλη υπήρξε μνημειακή, κατεδαφίστηκε όμως το 1917.
Η πύλη Ιησού που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του περιβόλου (γνωστή σαν Καινούρια Πόρτα), για την επικοινωνία με τις νότιες περιοχές.
Η πύλη του Παντοκράτορα (γνωστή και ως πύλη των Χανίων) για την επικοινωνία με τις δυτικές περιοχές.
Εκτός αυτών υπήρχαν και δευτερεύουσες πύλες στρατιωτικού ή βοηθητικού χαρακτήρα όπως είναι και η αναστηλωμένη σήμερα πύλη Βηθλεέμ στον ομώνυμο προμαχώνα.
Υπήρχαν, τέλος, πύλες που συνδέανε την πόλη με το λιμάνι, τα νεώρια και τη θάλασσα. Απ’ αυτές σήμερα σώζονται η Πύλη του Δερματά στο μέσον περίπου του θαλάσσιου τείχους, στον ομώνυμο κόλπο (διασώζεται η έξοδός της προς την πόλη και αναστηλώνεται) που βοηθούσε στην επικοινωνία με τη θάλασσα, και η πύλη της Σαμπιονάρα στον ομώνυμο προμαχώνα. Εκτός αυτών η Πύλη του Μόλου και η Πύλη των Νεωρίων που δεν σώζονται σήμερα, εξυπηρετούσαν τη σύνδεση με το λιμάνι και τα νεώρια.
Ο φρουριακός περίβολος του Χάνδακα αποτελεί έργο θαυμαστό όσον αφορά την έμπνευση και το σχεδιασμό του για ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. Άντεξε πάνω από 20 χρόνια την πολιορκία από τους Τούρκους και αποτελεί πλέον ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο για την πόλη του Ηρακλείου. Για το σκοπό αυτό από το 1989 λειτουργεί στο Δήμο ειδικό Γραφείο με σκοπό την αναστήλωση και αποκατάσταση των Ενετικών Τειχών, μέσα από το θεσμικό πλαίσιο μιας Προγραμματικής Σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού, του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και του Δήμου Ηρακλείου. Με εργολαβίες, έργα αυτεπιστασίας και ειδικές μελέτες ο Δήμος προσπαθεί να αποκαταστήσει και να αναδείξει τον οχυρωματικό περίβολο και την τάφρο, να δημιουργήσει χώρους πρασίνου, παιδικής χαράς και αθλοπαιδιών, χώρους περιπάτου και αναψυχής, έτσι ώστε ο σημερινός περιπατητής και επισκέπτης να συνδεθεί με το ιστορικό παρελθόν της πόλης και τα μνημεία της.
Η πύλη του Αγ. Γεωργίου (επίσης γνωστή και ως πύλη του Μαρουλά ή του Λαζαρέτο) για την επικοινωνία με τις ανατολικές περιοχές, σήμερα σώζεται μόνο η έξοδός της στη λεωφόρο Ικάρου, ενώ η πρόσοψή της προς την πόλη υπήρξε μνημειακή, κατεδαφίστηκε όμως το 1917.
Η πύλη Ιησού που βρίσκεται στο νότιο τμήμα του περιβόλου (γνωστή σαν Καινούρια Πόρτα), για την επικοινωνία με τις νότιες περιοχές.
Η πύλη του Παντοκράτορα (γνωστή και ως πύλη των Χανίων) για την επικοινωνία με τις δυτικές περιοχές.
Εκτός αυτών υπήρχαν και δευτερεύουσες πύλες στρατιωτικού ή βοηθητικού χαρακτήρα όπως είναι και η αναστηλωμένη σήμερα πύλη Βηθλεέμ στον ομώνυμο προμαχώνα.
Υπήρχαν, τέλος, πύλες που συνδέανε την πόλη με το λιμάνι, τα νεώρια και τη θάλασσα. Απ’ αυτές σήμερα σώζονται η Πύλη του Δερματά στο μέσον περίπου του θαλάσσιου τείχους, στον ομώνυμο κόλπο (διασώζεται η έξοδός της προς την πόλη και αναστηλώνεται) που βοηθούσε στην επικοινωνία με τη θάλασσα, και η πύλη της Σαμπιονάρα στον ομώνυμο προμαχώνα. Εκτός αυτών η Πύλη του Μόλου και η Πύλη των Νεωρίων που δεν σώζονται σήμερα, εξυπηρετούσαν τη σύνδεση με το λιμάνι και τα νεώρια.
Ο φρουριακός περίβολος του Χάνδακα αποτελεί έργο θαυμαστό όσον αφορά την έμπνευση και το σχεδιασμό του για ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη. Άντεξε πάνω από 20 χρόνια την πολιορκία από τους Τούρκους και αποτελεί πλέον ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο για την πόλη του Ηρακλείου.
ΤΟ ΛΙΜΑΝΗ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ
Το μικρό λιμάνι του Χάνδακα διαδραμάτισε, δίχως αμφιβολία, έναν ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή της πόλης ειδικότερα, αλλά και ολόκληρου του νησιού. Από νωρίς υπήρξε το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου και παράλληλα ο σημαντικότερος ναύσταθμος του στόλου της Βενετίας στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Στην είσοδό του δεσπόζει το επιβλητικό θαλάσσιο φρούριο (το μετέπειτα ονομαζόμενο φρούριο του Κούλε), ενώ στα νότια και στα ανατολικά κτίζονται τα νεώρια. Η σύνδεση του λιμανιού με την πόλη διεξαγόταν κυρίως από δύο πύλες, καμιά από τις οποίες δεν σώζεται σήμερα, την πύλη του μόλου και την πύλη των νεωρίων.
Τα νεώρια αποτελούνται από μεγάλους επιμήκεις θολοσκεπείς χώρους που μπορούσαν να στεγάσουν γαλέρες προκειμένου να επισκευασθούν ή ακόμη και να κατασκευασθούν εξαρχής.
Κτίστηκαν τρία συγκροτήματα νεωρίων σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις. Το πρώτο συγκρότημα ονομάζεται Arsenali Antichi και βρισκόταν στη νότια πλευρά του λιμανιού. Το δεύτερο συγκρότημα των Νεωρίων που ονομάστηκε Arsenali Vecchi κατασκευάστηκε δυτικά του πρώτου και τέλος το τρίτο συγκρότημα, το Arsenali Nuovi και Nuovissimi (τα τελευταία σε άλλη φάση) κτίστηκε στα νοτιοανατολικά του λιμανιού. Σήμερα από τα συγκροτήματα αυτά σώζονται μόνο ορισμένα τμήματά τους, νοτιοανατολικά του παλιού ενετικού λιμένα και νοτιοδυτικά του (δηλαδή τμήματα του τρίτου συγκροτήματος, Arsenali Nuovi καιNuovissimi, και του δεύτερου Arsenali Vecchi).
Μια μεγάλη κατασκευή στον ίδιο χώρο του λιμανιού, που σώζεται ακόμη και στις μέρες μας, είναι η δεξαμενή νερού που βρίσκεται δίπλα στο τρίτο συγκρότημα των νεωρίων με χωρητικότητα 20.000 βαρελιών.
Τα νεώρια αποτελούνται από μεγάλους επιμήκεις θολοσκεπείς χώρους που μπορούσαν να στεγάσουν γαλέρες προκειμένου να επισκευασθούν ή ακόμη και να κατασκευασθούν εξαρχής.
Κτίστηκαν τρία συγκροτήματα νεωρίων σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις. Το πρώτο συγκρότημα ονομάζεται Arsenali Antichi και βρισκόταν στη νότια πλευρά του λιμανιού. Το δεύτερο συγκρότημα των Νεωρίων που ονομάστηκε Arsenali Vecchi κατασκευάστηκε δυτικά του πρώτου και τέλος το τρίτο συγκρότημα, το Arsenali Nuovi και Nuovissimi (τα τελευταία σε άλλη φάση) κτίστηκε στα νοτιοανατολικά του λιμανιού. Σήμερα από τα συγκροτήματα αυτά σώζονται μόνο ορισμένα τμήματά τους, νοτιοανατολικά του παλιού ενετικού λιμένα και νοτιοδυτικά του (δηλαδή τμήματα του τρίτου συγκροτήματος, Arsenali Nuovi καιNuovissimi, και του δεύτερου Arsenali Vecchi).
Μια μεγάλη κατασκευή στον ίδιο χώρο του λιμανιού, που σώζεται ακόμη και στις μέρες μας, είναι η δεξαμενή νερού που βρίσκεται δίπλα στο τρίτο συγκρότημα των νεωρίων με χωρητικότητα 20.000 βαρελιών.
ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
Βενετσιάνικο θαλάσσιο φρούριο που βρίσκεται στην είσοδο του παλιού λιμανιού. Κτίστηκε από τους Βενετούς, πριν την κατασκευή της νέας ενετικής οχύρωσης, με σκοπό να προστατεύει το λιμενοβραχίονα και το λιμάνι. Την τελική του μορφή παίρνει μεταξύ 1523 – 1540 αντικαθιστώντας άλλη κατασκευή που καταστράφηκε από σεισμό. Έχει δεχτεί επανειλημμένες επισκευές εξαιτίας της ορμητικής δύναμης της θάλασσας που προξενούσε ανέκαθεν φθορές στην τοιχοποιία και στη θεμελίωση του. Είναι κτισμένο από ογκόλιθους και αποτελείται από δυο ορόφους. Στο ισόγειο υπάρχουν 26 διαμερίσματα που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες των καπετάνιων ή ως αποθήκες τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στον επάνω χώρο υπάρχουν επάλξεις για την τοποθέτηση κανονιών. Τα ανώτερα τμήματα και η βάση του μιναρέ αποτελούν τούρκικες επεμβάσεις. Εξωτερικά, στις κύριες πλευρές του φρουρίου, δεσπόζουν οι ανάγλυφες πλάκες με το λιοντάρι.
Το κείμενο είναι απο το φροντιστήριο Ορίζοντες
Το κείμενο είναι απο το φροντιστήριο Ορίζοντες