Πάνω από 600 χρόνια σε τούτη την απόμερη γωνιά της Κρητικής γης υψώνεται το ρημαγμένο σήμερα κάστρο.που το 'χτισαν οι Βενετσιάνοι για να κρατούν σε υποταγή τους απροσκύνητους Σφακιανούς.Οι εκατοντάδες Έλληνες επισκέπτες που έρχονται για να χαρούν τη θάλασσα, το παρατηρούν με μια αδιαφορία που φτάνει συχνά στα όρια της αποστροφής, λες κι ασυναίσθητα συνεχίζουν την περιφρόνηση και την εχθρότητα που έδειξαν οι ντόπιοι στο φανέρωμα του.Ας ξαναθυμηθούμε την ιστορία του; Στα 1340 οι φεουδάρχες των Χανιών ζήτησαν από τη Βενετία να χτιστεί ένα φρούριο κοντά στην εκκλησιά του Αγίου Νικήτα, στα Σφακιά, για ν' ασφαλίσουν, απ' τις κουρσάρικες επιδρομές, τον ορμίσκο που βρίσκεται εκεί κοντά, μα προπαντός για να 'χουν ένα στήριγμα στην «καταστολή των εξεγέρσεων» των κατοίκων της περιοχής. Η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν είχε αντίρρηση στο χτίσιμο, μα δεν έδιδε τ' απαραίτητα χρήματα. Μπροστά όμως στην επιμονή των φεουδαρχών υποχώρησε και στα 1371 αποφασίστηκε η ανέγερση του φρουρίου. Έτσι, ξαφνικά, η άλλοτε ερημική περιοχή γίνηκε σωστό μελισσολόι. Οι Βενετσιάνοι έφεραν εργάτες και μαστόρους, πετροκόπους και κουβαλητάδες, κόσμο και κόσμο και τους έριξαν στη δουλειά. Άλλοι άνοιγαν θεμέλια; άλλοι κουβαλούσαν υλικά, άλλοι έκοβαν ξύλα. άλλοι έφτιαχναν ασβεστοκάμινα. Βιάζονταν να τελειώσω μιαν ώρα γρηγορότερα, γιατί φοβούνταν να μένουν σ' αυτό τον επικίνδυνο τόπο. Κι είχαν δίκιο να φοβούνται. Οι Σφακιανοί που ποτέ δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, κινήθηκαν και τώρα. Μόλις συνειδητοποίησαν τις προθέσεις των καταχτητών έκαμαν επιδρομή κι έσφαξαν αρκετούς. Οι απώλειες συμπληρώθηκαν και ταυτόχρονα πάρθηκαν ισχυρά μέτρα ασφαλείας: Στρατός φύλαγε όλη μέρα τους εργαζόμενους και το βράδυ όλοι έμπαιναν σε βάρκες, πήγαιναν στα καράβια που ήσαν στ' ανοιχτά αγκυροβολημένα και αυτά περνούσαν τη νύχτα. Μα οι Σφακιανοί με αρχηγούς τα έξι ηρωικά αδέρφια, τους Πατσούς, γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι οι Βενετσιάνοι έχτιζαν την ημέρα και συγχρόνως χαλούσαν τ' ασβεστοκάμινα. Πώς να χτιστεί έτσι το κάστρο που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν;».
Οι καταχτητές τότε φέρανε πολύ στρατό, ζώσανε τον τόπο γύρω, μέρα νύχτα, και το κάστρο χτίστηκε. Σ' αυτό το διάστημα κατάφεραν κι έπιασαν τα έξι αδέρφια, τους Πατσούς, και τους κρέμασαν στους πύργους και στην είσοδο του φρουρίου...Μα η ιστορία του κάστρου δεν τελειώνει εδώ: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πέρασε, όπως ήταν φυσικό, στα χέρια των καινούριων καταχτητών κι εδώ ήρθε ο πρωτομάρτυρας της Λευτεριάς, ο Δασκαλογιάννης με τις 70 κεφαλές του σηκωμού και παραδόθηκε στους Τούρκους.Με δραματική λιτότητα το ιστορεί ο ριμαδόρος: «...Φτάνουν στο Φραγκοκάστελο και στον πασά ποσώνου, κι εκείνος δούδει τ' όρντινο κι ευτύς τσοι ξαρματώνου. Ούλους τσοι ξαμαρτώσασι και τσοι μπισταγκωνίζου και τότες δα το νιώσασι πως δεν ξαναγυρίζου...».Μα η μέρα που στάθηκε σφαδιακή για το κάστρο ήταν η 18 του Μάη του 1828. Εκείνη την ημέρα γίνηκε ολοκαύτωμα ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, ο Ηπειρώτης αγωνιστής, που συνεπαρμένος από τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, ήρθε στο αιματόβρεχτο νησί μας με 100 καβαλάρηδες και 600 πεζούς, να βοηθήσει την επανάσταση που τρεμόσβηνε. Και στάθηκε μπροστά σ’ αυτό το κάστρο, αποφασισμένος να σταματήσει το Μουσταφά πασά Κι έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά της Κρήτης, μαζί με 385 παλικάρια του...Μπροστά στο Φραγκοκάστελο γίνηκε άγριο μακελειό. Κι οι πολεμίστρες του κάστρου είδαν ηρωισμούς που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Από το χαροπάλεμα αναταράχτηκε ο τόπος κι έτρεξε ποταμός το αίμα και βάφτηκε η γης...Ύστερα, όπως γίνεται πάντα, όλα ησύχασαν. Και τα σημάδια το μακελειού κάθε μέρα λιγοστεύουν. Κι ίσως να 'σβηναν κάποτε, αν έλειπαν οι Δροσουλίτες που διατηρούνε ζωντανή στη μνήμη, τη θυσία των γενναίων. Το μήνα Μάη, 17-18 με το παλιό ημερολόγιο, την ώρα π' αρχίζει να αχνοφέγγει τότε που παιχνιδίζουν οι σκιές των θάμνων, καθώς ετοιμάζονται να δεχτούν τον ήλιο που θα φανεί, κείνη την ώρα που η δροσούλα σκεπάζει τα κλαδιά που μένουν ακίνητα μέσα στην ηρεμία του πρωινού, παρουσιάζεται ένας αυλός στρατός, μια συνοδεία από ίσκιους, μια σειρά από φιγούρες που δεν ξεχωρίζουν καλά καλά αν είναι ανθρώπινες ή όχι και προχωρούν, σαν σε παρέλαση, από το μοναστήρι του Άι-Χαραλάμπη στο Φραγκοκάστελο. Είναι ντυμένοι με μαύρα, άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλάρηδες, φορούν περικεφαλαίες, κρατούν όπλα και ξίφη που αστράφτουν. Είναι οι Δροσουλίτες.Όταν τους πλησιάσει κανείς, φεύγουν και χάνονται προς τη θάλασσα...Εκείνοι που τους βλέπουν - γιατί δεν τους βλέπουν όλοι - πιστεύουν ότι είναι οι ψυχές των σκοτωμένων που ξαναγυρίζουν στο Φραγκοκάστελο κάθε επέτειο της σφαγής:«Μ' ακόμα και το σήμερα στση 17 τον Μάη,ούλο τ' ασκέρι φαίνεται με το Χατζημιχάλη. Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγονται οι μπορμπάδες,φωναίς κι αλογοπεταλιαίς στον καστελλιού τση μπάνταις.Ούλοι οι γι' αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,μα κείνοι ο θεός σχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν...».
Οι επιστήμονες δε συμφωνούν μ' αυτή την εξήγηση, αλλά μήπως όλα μπορεί να τα εξηγήσει η επιστήμη; Υπάρχουν τόσα και τόσα μυστήρια γύρω μας...Ένα τέτοιο μυστήριο είναι ασφαλώς κι οι Δροσουλίτες. Κι άμα βρεθείς εκεί που φανερώνονται, δεν μπορείς παρά θα συμφωνήσεις με το Γιώργη Μανουσάκη, ότι «Οι Δροσουλίτες είν' οι νεκροί του Φραγκοκάστελου, καθώς τους βλέπουνε με την απλή την αδιάφθορη ματιά τους οι Σφακιανοί και καθώς τους εξηγούνε με τη μυθοπλαστική φαντασία τους. Ποιος βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θύρα απ' όπου να επικοινωνεί το εδώ με το επέκεινα;Για όσους ζούνε στην πλατύστερνη αγκαλιά της φύσης συνταιριασμένοι με το ρωμαλέο ρυθμό της, οι δυο κόσμοι, τούτος των σωμάτων κι ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Οι ψυχές των σκοτωμένων ανεβαίνουνε στο χώμα που ζήσανε και πεθάνανε, να ξαναδούνε τη θάλασσα και το φως, ν' ανασάνουνε την ευωδιά του θύμου και του φασκόμηλου που 'ρχονται από τη Μαδάρα, να νιώσουνε την αυγινή δροσιά και να θυμηθούνε τις ομορφιές της γης και την αιματερή θυσία τους. Κι οι ζωντανοί «θωρούσι και τρομάσου» με την παρουσία μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής τους τούτης της αυλής συνοδείας, που 'ρχεται από τον άγνωστο μεταθανάτιο κόσμο, σαν να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του. Άνθρωποι και υπερφυσικοί ίσκοι βαδίζουνε πάνω στα ίδια χώματα απόλυτα φιλιωμένοι»…