Ου γαρ ο δικαστής, ουδ’ ο βουλευτής, ουδ’ ο εκκλησιαστής άρχων εστί,
αλλά το δικαστήριον, η βουλή και ο δήμος.
Αριστοτέλης
Πολιτικατζήδες πονηροί. Χαλασμένοι. Πολιτικοί-επιχειρηματίες. Κατασκευαστές βουλήσεων. Που πέταξαν από τα παράθυρα του νεοπλουτισμού τους και του μικροαστισμού τους, ό,τι γνήσιο και αυθεντικό ελληνικό, στους σκουπιδοτενεκέδες της Ευρώπης και της Παγκοσμιοποίησης. αλλά το δικαστήριον, η βουλή και ο δήμος.
Αριστοτέλης
Διανοούμενοι»-γυμνοσάλιαγκες, νεόπλουτοι της μάθησης, σπουδαιογελοίοι, με τα «τρισβάρα ελληνικά των» (Καβάφης). Που επαγγέλλονται διανόηση, πατώντας πάνω στο άδειο τους κεφάλι. Οι πετρωμένοι στην ακαμψία της σοβαροφάνειας. Οι, κατά βάθος, ρηχοί. Γυμνοσάλιαγκες, που βρωμίζουν τις αετοκορφές, σκαρφαλώνοντας σούρνοντας, γλύφοντας και με τα κέρατά τους. Και με ώθηση στα οπίσθιά των.
Μεγαλοδημοσιογράφοι, τσιράκια μεγαλοεκδοτών, με την κίβδηλη ευγένεια του νεόπλουτου του χρήματος και το θράσος του σφουγγοκωλαρίου μεγαλοεκδοτών-μεγαλοεργολάβων του Δημοσίου.
Δημοσιογραφίσκοι και γυάλινες καμπαρετζούδες μεσημβρινών αποκαλυπτηρίων, που κάνουν την ψυχαγωγία χυδαία διασκέδαση.
Σοβαροφανείς δημοσιογράφοι που στρεβλώνουν την είδηση στην προκρούστεια κλίνη του πολιτικοδημοσιογραφικού συμπλόκου των διαπλεκομένων συμφερόντων.
Γυάλινα, άδεια μάτια πάνω στο αδιάκριτο γυαλί, που αντανακλούν τα σκοτάδια της ψυχής τους και τον αρυτίδωτο, ψαρίσιο, εγκέφαλό τους.
Θρησκευτικοί ποιμένες, χριστέμποροι, σταυρωτήδες του Χριστού και του Λαού του.
κι ας κραυγάζουν παράφωνα: «Λαός υπερυψούται εις πάντας τους αιώνας».
Μυαλά σακατεμένα από το χρήμα, την αλαζονεία, την αγραμματοσύνη.
Ιδού, οι άρχοντες της πόλης, «Μπάσταρδοι, κλέφτες, πόρνοι» (Κ. Παλαμάς), οι οποίοι «πολλά και αισχρά ένεκα κερδέων εποίησαν». (Ξενοφών)
«Άνθρωποι, χωρίς ηθική και πίστη. Και κρίμα τα φώτα τους. Ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι όχι τα φώτα τον άνθρωπον» (Μακρυγιάννης)
Ιδού, Οι δημιουργοί του δύσμορφου προσώπου της αλαζονικής τους εξουσίας.
Μυρίζουν την πτωμαΐνη της σαπίλας τους, στο πτώμα της κοινωνίας που σκότωσαν, ντυμένοι το τριμμένο, λερωμένο, λασπωμένο ρούχο του αυταρχισμού, της ασυδοσίας και της απάτης.
Ιδού, αυτοί που λαλούν «σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες» (Σεφέρης), άκωλοι (άκωλος: ακρωτηριασμένος, ανάπηρος), γλωσσοχαλαστήδες, χαλασοχώρηδες, πρόθυμοι, λάτρεις του ξενόφερτου, γαρ, να δώσουν στις κολόνες του Παρθενώνα το σχήμα του μπουκαλιού της Κόκα-Κόλα.
Να φορέσουν στις καρυάτιδες μπούρκα.
«Και φωνάζουν οι πατριδέμποροι να φοβηθούν οι πατριώτες». (Βάρναλης)
«Μια πατρίδα που ζημιώθη, διατιμήθη και όλο σ’ αυτό κατανταίνει» (Μακρυγιάννης), εξ αιτίας ανίκανων αρχόντων, των «αλιτηρίων(καταστροφέων) της πόλης» (Ζήνων ο Ελεάτης).
Εξ αιτίας αυτών των αρχόντων, που άφησαν τα κάστρα της πατρίδας απολέμιστα,
μπήκαν «ντυμένοι φίλοι οι εχθροί», οι απολίτιστοι της παγκοσμιοποίησης του αμερικάνικου τρόπου ζωής (αυτό σημαίνει παγκοσμιοποίηση. Βλέπε τηλεόραση, διασκέδαση, πλουτισμό, κερδοφρονία, κερδοφρένια, κερδοσκοπία) και οι πολιτισμένοι βάρβαροι της Εσπερίας.
Και ξαναγράφουν την ιστορία της Ελλάδας, ψευδώνυμη, υπήκοντες στα κελεύσματα της εσπερίας, ξεχνώντας, φτενέ «πολιτικατζή» (κατά Σεφέρη), πως «ο γνήσιος ευρωπαϊκός πολιτισμός ανθοφορεί ριζώνοντας στο χώμα της Ελληνικής παιδείας».
Στο χώμα της χώρας που οι πρόγονοι «ελευθέραν δι’ αρετήν παρέδωσαν»,από τα χρόνια του Περικλή μέχρι και προσφάτως. Ποιος ξέρει, αύριο. Εσύ, πολιτικατζή, ίσως, θα την παραδώσεις στην Εσπερία, που δύει∙ και στη δύση της, συμπαρασύρει και το ελληνικό φως της ελευθερίας, της δικαιοσύνης της παιδείας, της ανθρωπιάς.
Μια Ελλάδα που φεύγει. Που χάνεται. Που τη διώχνουν οι δικοί της άνθρωποι. Οι αφιονισμένοι με τις μόδες της Εσπερίας. Οι νεοέλληνες της. Οι αρνητές του ζωτικού μύθου πως οι Έλληνες πάντα πολεμούσαν για την ελευθερία τους. «Ουδενός δούλοι… ούδ’ υπήκοοι.» (Αισχύλος).
Αυτό τον Λαό, με την τρισχιλιετή ιστορία. Αυτόν τον Λαό, που υποκριτικά και υστερόβουλα και αλαζονικά και δολίως επικαλείσθε («μας ψήφισε ο Λαός»), δόλιοι πολιτικατζήδες.
Τον Ελληνικό Λαό, τον Δήμο, που η βούλησή του είναι νόμος: «έδοξε τω Δήμω», τον καταντήσατε σαν τη μούρη σας. Διότι, «Το της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι»)
Τη μούρη που μοστράρετε στο γυαλί, πολιτικατζήδες.
Με Μαγγίνικη υποκρισία.
Με Βουλγαράκικη αλαζονία.
Με Ρουσσοπουλική μπουρδολογία.
Με Αλογοσκούφικη αμεριμνησία.
Με Λιάπικη γαλαντομία.
Με Δουκάτο βιστωνιδομοναχισμό.
Με Παυλίδειο δακτυλισμό.
Με Σημιτική αμερικανοευχαριστία.
Με Τσοχατζοπούλειο νεοπλουτισμό τεσσάρων εποχών.
Με Τσουκάτικη ντομπροσύνη.
Με Ευρυππιδοστυλιανική χλιδή.
Με Μαργιετική χάρη και επιμονή και υπνοπαιδεία.
Με Καραμανλίδικη αμελλητί παραγραφή της βουλής.
Αυτόν τον λαό καταντήσατε, ασύδοτο, πλεονέκτη, κομπιναδόρο, λαμόγιο, υποκριτή, φαρισαίο, ανόητο, άκριτο, ασεβή, χριστέμπορο. Διότι, «Το της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι». Λαθρεπιβάτη της ζωής. Λαθρόβιο.
Ελληναρά, απαίδευτο. Αδιάφορο για τους συνανθρώπους του και για την χώρα του. Ενδιαφερόμενο μόνο για την πάρτη του. Για το οποιοδήποτε αυθαίρετό του.
Διότι, «Το της όλης πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι»
Τον καταντήσατε, από περήφανο λαό, «ουδενός δούλον… ουδ’ υπήκοον», (Αισχύλος), αναγκεμένο «και πένητα ίνα γιγνώσκη τον τιθασευτήν» (Αριστοφάνης).
Ευτελή και ταπεινωμένο μαζοχυλό. Δυσλεκτικό και φτωχό. Για να μη μπορεί να σκεφτεί. Ούτε να κρίνει. Μάζα ψηφοφόρων, που της αφαιρέσατε την ιδιότητα του Πολίτη, προκειμένου να σας ψηφίζει μια Κυριακή στα τέσσερα χρόνια ή όποτε εσείς νομίζετε πως σας συμφέρει να κάνετε εκλογές, καλώντας τον να εξαργυρώσει την ψήφο του με «ένα πουκάμισο αδειανό», δικών σας προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικών ανακολουθιών.
Η αποσύνθεση του Λόγου και η πολτοποίηση του ανθρώπινου προσώπου
της πολιτικής, των πολιτικών, και των πολιτών, γέμισε την χώρα με μακάκες (macaca λατινικά ο πίθηκος). Ο εικονιζόμενος έχει το επιστημονικό όνομα: macaca nemestrina. Και δείχνει, φυσικά, τον κώλο του.
«Λιγοστέψαν οι αθρώποι και περσέψαν οι μαϊμές» (του Βάρναλη)
Καταντήσατε την πολιτική, εσείς οι πολιτικατζήδες, (υπάρχουν και πολιτικοί, και διανοούμενοι και δημοσιογράφοι και θρησκευτικοί ηγέτες άξιοι, μα πρέπει να τους ψάχνεις με το φανάρι του Διογένη. «Πολιτικόν, Διανοούμενον, Δημοσιογράφον Ιερέα, Άνθρωπον ζητώ»), Μια βρόμικη υπόθεση διαπλοκής πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, όπου πια δεν ζητάει ο μεγαλοβιομήχανος, ο κομπιναδόρος, ο νταβατζής με λίγα, (πρωθυπουργικά), λόγια, το ρουσφέτι, αλλά ο πολιτικός ζητάει ρουσφέτι από τον μεγαλοβιομήχανο, τον κομπιναδόρο, τον νταβατζή.
Ο εκλογικός αγώνας έχει γίνει δαπανηρότατος· πώς να τα βγάλει πέρα; Και ο λαός τον χρειάζεται! Μια βόλτα και παραμονή στο νησί των ανεμοδούρων, δαπάναις (δοτική) του μεγαλολεφτά, θα ανεβάσει τις μετοχές του στην υψηλή κοινωνία της Α. Αθηνών·
Εκφυλίσατε την πολιτική, φτενοί πολιτικατζήδες, σε διαχείριση καταστάσεων, με γνώμονα την παράταση του κυβερνητικού βίου ή την παραμονή στην καρέκλα του Προέδρου του κόμματος, χωρίς να παράγετε πολιτική και χωρίς να δίνετε λύσεις στα καίρια προβλήματα του τόπου.
Ορίζετε την πολιτική ως τέχνη του εφικτού και μ’ αυτό εννοείτε:
Αδράνεια και υποκρισία στα σοβαρά θέματα.
Ψευδολογίες για να δικαιολογήσετε τα αδικαιολόγητα, θεωρώντας τουςπολίτες ολιγοφρενείς, ανοϊκούς αμνήμονες.
Θεωρία Χάμπτυ-Ντάμπτυ (Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων), πως οιλέξεις σημαίνουν ότι εσύ θέλεις. Έτσι, λες επανίδρυση του κράτουςκαι εννοείς τη πλήρη διάλυσή του, δια της επανιδρύσεως του κομματικού κράτους, της ρεμούλας, και της απάτης.
Εξαπόλυση λεκτικών κεραυνών επί των νταβατζήδων, ενώ οι αξιωματούχοι σου συναλλάσσονται μαζί τους και μισθοδοτούνται από τους διαφθορείς της Ζήμενς.
Πάταξη της διαφθοράς ενώ οι κουμπάροι αλωνίζουν. Και τα ομόλογα δομούν και δέρνουν. Και το βρωμερό χρηματιστήριο και οι υποκλοπές αμελλητί να παραγράφονται.
Να φωνάζεις:
Δημοκρατία. Ισονομία. Ελευθερία. Ισότητα. Και να εννοείς:
Ελευθερία του ηδονοθηρικού εξευτελισμού. Δημοκρατία του πολιτικαντισμού.
Ισονομία του δικολαβισμού. Ισότητα της μετριότητας.
«Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, χειρότεροι από τον κόρακα όπου βγήκε από την Κιβωτό και εθρέφοταν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του κόσμου» (Σολωμός)
Δες και τους ηγέτες σου δίχως παραμύθι.
Να χάσουν την ισχύ τους.
Ν’ αλλάξ’ η τακτική τους.