Ιδανικό και μοναδικό το κλίμα της περιοχής Μεσσαράς για την παραγωγή εξαιρετικού ελαιολάδου
Επίσημη πλέον και η αυστηρά ποιοτική Ευρωπαϊκή προστασία στην ονομασία «Μεσσαρά» (Messara), για το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο που παράγεται στην ομώνυμη περιοχή της Κρήτης, σύμφωνα με τον κοινοτικό κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ).
Πρόκειται για εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο που λαμβάνεται με μηχανικές διαδικασίες από καρπούς ελιάς (Olea europea L.) της ποικιλίας «Κορωνέϊκη» σε ποσοστό 100%.
Η παραγωγή του γίνεται στην περιοχή της Μεσσαράς που εκτείνεται Νότια του Νομού Ηρακλείου Κρήτης, νότια του όρους Ψηλορείτη και βόρεια του όρους Κόφινα και βρέχεται από το Λιβυκό Πέλαγος.
Προς τα ανατολικά εκτείνεται μέχρι τα γεωγραφικά όρια της Δημοτικής Ενότητας Αστερουσίων, ενώ προς τα δυτικά φτάνει μέχρι τον κόλπο της Μεσσαράς στα όρια του Νομού Ηρακλείου.
Διοικητικά, περιλαμβάνει όλο τον καλλικρατικό Δήμο Φαιστού και μέρος του Δήμου Γόρτυνας.
Η ιδιαιτερότητα της περιοχής
Οι συγκεκριμένες γεωκλιματικές παράμετροι στην περιοχή, που αποτελεί το Νοτιότερο σημείο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου που καλλιεργείται η ελιά, είναι μοναδικές και συντελούν στην δημιουργία ενός ειδικού μικροκλίματος για την ανάπτυξη της ελαιοκαλλιέργειας, που δεν συναντάται σε καμία άλλη περιοχή της Κρήτης και της Ελλάδας γενικότερα.
Η περιοχή είναι πεδινή λοφώδης, με μέσο υψόμετρο τα 150 μέτρα. Τα εδάφη είναι μέσης σύστασης και χαρακτηρίζονται ως πηλώδη. Είναι ασβεστολιθικά με περιεκτικότητα σε CaCO 3 30-50% και μέτριας ως χαμηλής περιεκτικότητας σε οργανική ουσία (0,8-1,2%). To pH είναι ουδέτερο έως ελαφρώς αλκαλικό.
Το κλίμα είναι ξηροθερμικό, ενώ δε σημειώνονται παγετοί.
Ο ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιανουάριος, με τη θερμοκρασία να κυμαίνεται μεταξύ 6,7 και 15,7 °C (μέση τιμή 11,2 °C), ενώ ο θερμότερος μήνας είναι ο Ιούλιος με θερμοκρασίες από 20,3 έως 33,1 °C (μέση τιμή 28,5 °C).
Η μεγαλύτερη μέση μέγιστη τιμή καταγράφεται τον μήνα Ιούλιο με 34 °C και η μικρότερη μέση ελάχιστη τιμή τον Ιανουάριο με 6 °C. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λαμβάνουν χώρα πολύ συχνά καύσωνες, με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 40 °C, ενώ ενίοτε συνοδεύονται από τον άνεμο λίβα, ο οποίος έρχεται από τις περιοχές της Αφρικής και είναι ιδιαίτερα ξηρός και θερμός.
Η ημερήσια διακύμανση της θερμοκρασίας είναι αυξημένη, ενώ παρατηρείται αυξημένη ηλιοφάνεια, με τις ημέρες με ηλιοφάνεια να ξεπερνούν τις 150 ανά έτος.
Η μέση μηνιαία σχετική υγρασία κυμαίνεται από 46,8% (Ιούλιος) και 74% (Ιανουάριος).
Κατά τους χειμερινούς μήνες, το μέσο ύψος βροχοπτώσεων κυμαίνεται γύρω στα 100 mm, ενώ σχεδόν μηδενικές είναι οι βροχοπτώσεις τους καλοκαιρινούς μήνες. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 534,9 mm.
Συνεπώς, η επιλογή της καλλιέργειας της ποικιλίας Κορωνέικη για παραγωγή του εν λόγω ελαιολάδου με το χαμηλό υψόμετρο και την έλλειψη παγετών θεωρείται η πλέον κατάλληλη, δεδομένου ότι η ποικιλία μπορεί να εκφραστεί στην οριοθετημένη περιοχή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η ιδιοτυπία του προϊόντος
Μέσο φρουτώδες άρωμα ελιάς, με αρμονική και ισόρροπη συμμετοχή στη γεύση του φρουτώδους, του πικάντικου και του πικρού.
Το ελαιόλαδο της Μεσσαράς έχει μικρή τιμή οξύτητας, η οποία δεν ξεπερνά το 0,6. Οι ιδιαίτερα χαμηλές τιμές των δεικτών απορρόφησης (Κ 232 ≤ 1,80 και Κ 270 ≤ 0,13) και της απόκλισης του συντελεστή απορρόφησης (ΔΚ ≤ – 0,001) αποδεικνύουν τη φρεσκότητα του προϊόντος, ενώ ο χαμηλός αριθμός υπεροξειδίων (≤ 8,5) σχετίζεται άμεσα με την αυξημένη αντοχή στην αποθήκευση.
Η περιεκτικότητα σε καμπεστερόλη είναι ιδιαίτερα υψηλή, ξεπερνώντας το 3,8% του συνόλου των στερολών και αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό λόγω των ιδιαίτερα ξηροθερμικών συνθηκών της περιοχής.
|
Άποψη της νότιας πλευράς του Ψηλορείτη από τον ελαιώνα του Κτήματος Πολυχρονάκη στη Μεσσαρά |
Σχέση περιοχής και ποιότητας
Ο συνδυασμός των ασβεστολιθικών, σχετικά πτωχών σε οργανική ουσία εδαφών και της αυξημένης έκθεσης των ελαιοκάρπων στο ηλιακό φως, συμβάλλει στην αύξηση της συγκέντρωσης των αρωματικών συστατικών.
Η επαρκής έκθεση των λοφωδών περιοχών στο ηλιακό φως οφείλεται στο ανάγλυφο του εδάφους όπου κεκλιμένες επιφάνειες καταλήγουν σε πεδιάδες.
Ο δροσερός καιρός και η χαμηλή σχετική υγρασία (περίπου ΣΥ=60%) που επικρατεί κατά το δεύτερο και τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου (γύρω στους 18 °C) ευνοεί την άνθηση και υποστηρίζει την καλή γονιμοποίηση των ανθέων.
Η επικράτηση θερμοκρασιών γύρω στους 22 °C το αμέσως επόμενο διάστημα συμβάλλει στην ικανοποιητική καρπόδεση.
Επίσης, το ιδιαιτέρως ξηροθερμικό κλίμα της περιοχής έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δραστηριότητα του δάκου της ελιάς, δίνοντας ένα προϊόν υψηλής ποιότητας με χαμηλή οξύτητα.
Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες που παρατηρούνται συχνά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (οι οποίες ενίοτε ξεπερνούν και τους 40 °C) και του υδατικού stress που παρουσιάζουν τα δένδρα, έχει ως αποτέλεσμα την φυσικώς υψηλή περιεκτικότητα του ελαιολάδου σε καμπεστερόλη (φυτοστερόλη που μειώνει τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα και δρα προληπτικά εναντίον του καρκίνου), κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό του προϊόντος της περιοχής.
Στην κλιματική αυτή ιδιαιτερότητα οφείλεται και η υψηλή περιεκτικότητα στα μεγάλης διατροφικής αξίας ακόρεστα λιπαρά οξέα.
Η καλλιέργεια της ελιάς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία και τον πολιτισμό της Κρήτης. Η παρουσία της στο νησί επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά στη Μέση Νεολιθική Εποχή (5400-4400 π.Χ.), ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η παραγωγή ελαιόλαδου από τον ελαιόκαρπο. Κατά τους πρωτομινωικούς χρόνους (2800-2300 π.Χ.) φύονταν ολόκληρα δάση με ελιές και αγριελιές στην πεδιάδα της Μεσσαράς.
Η καλλιέργεια της ελιάς και τα προϊόντα της, υπήρξαν στενά συνδεδεμένα με τη διατροφή, την οικονομία, τη λατρεία, τον πολιτισμό, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η σύνδεση του ελαιόδεντρου και των προϊόντων της ελιάς με τις θρησκευτικές τελετές.
Ευρήματα της μινωικής εποχής που σώζονται μέχρι σήμερα και μαρτυρούν την ύπαρξη του καρπού της ελιάς από τότε, όπως τα λίθινα πιεστήρια που βρέθηκαν στη Φαιστό και στον Κομμό.