Κάθισα στο μεταλλικό παγκάκι της στάσης. Κοίταξε πίσω απ, την κουκούλα, πλαγίως το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας που είχα ανοιχτό στα γονατά μου. “Κατασχέσεις για 600€”.
“Το 36 μόλις πέρασε…” γύρισε προς το μέρος μου. Ε, θα περιμένω το επόμενο, χαμογέλασα. “Τους ξεφτιλισμένους. Μας έχουν καταστρέψει. Ας έρθουν, τι θα πάρουν; Το πολύ πολύ να κατάσχουν εμένα. Αλλά εγώ είμαι Καρυάτιδα. Μόνο στο μουσείο μπορούν να με βάλουν πια. Στο Λούβρο, ή καλύτερα στο Βρετανικό.”
Γύρισα να κοιτάξω την Καρυατιδά. Ρυτίδες σε όλο το πρόσωπο. Γυαλιά ηλίου. Κάτω από την κουκούλα του μπουφάν ξεχώριζαν μερικές αδύναμες τούφες μαλλιών βαμμένες ανοιχτόχρωμες, χάλκινες. Και στο αυτί ένα μικρό ροζ τριαντάφυλλο, το πιο παιδικό σκουλαρίκι. Χαμογέλασα ασυναίσθητα.
“Με πήραν τηλέφωνο από το ΓΝΑ, με ήθελε λέει ο διευθυντής. Ξέρεις, κι εκεί τους μειώνουν το προσωπικό. Πήγα. Τους λέω τι με θέλετε εμένα; Τι να σας κάνω; Να κάνω ενέσεις; Εγώ διοικητικό προσωπικό ήμουν” και μου περιγράφει τη δουλειά της. “Έστω να σηκώνεις τηλέφωνα, μου λένε. Είστε τρελοί, τους είπα κι εγώ κι έφυγα. Εδώ όλοι θέλουν να δουλεύουμε εθελοντικά. Ακόμα κι εγώ! Αν είναι να δουλέψω εθελοντικά να πάω στις φυλακές. Εκεί θα έχω φαγητό και κρεβάτι. Κι αν θέλει και κανένας από τους κρατούμενους να μου την πέσει θα του πω “Εγώ είμαι Καρυάτιδα” και θα του φύγει η όρεξη. Στην Ελλάδα να ξέρεις, για να τη βγάλεις πρέπει να είσαι τρελή και να σ’ αρέσει!”.
Κατέβασε την κουκούλα και με κοίταξε γελώντας. Γερόντισα. Αρχαία. Χάλκινη. Με τα λιγοστά κοντοκομένα μαλλιά της, λευκά στη ρίζα. Στο χέρι κρατούσε μια γαλάζια πλαστική σακούλα. “Εσύ δουλεύεις;” Της είπα τα χαΐρια μου. Μου έδωσε επαγγελματικές συμβουλές. Και μετά κοίταξε τη σακούλα.
“Πήγα απέναντι” και έδειξε με τα μάτια προς το κτίριο των κοινωνικών συσσιτίων του δήμου. Συσσίτιο με κόστος δυόμισι ευρώ το γεύμα. Η κοινωνική πολιτική στον μικροαστικό μας παράδεισο έχει το χαριτωμένο όνομα “Κουζίνα για όλους” και φιλοξενείται στις στήλες των γκουρμέ ενθέτων. “Ένα ευρώ το τυλιχτό”, συνέχισε. “Τι τυλίγουν και κοστίζει ένα ευρώ; Κι εμένα να τύλιγαν πιο φτηνή θα ερχόμουν. Πήρα που λες αυτά.” και μου έδειξε. “Αν τη βγάλω καθαρή σήμερα με αυτά που θα φάω τυχερή θα είμαι. Αν με ξαναδούν να μου γράψεις. Είχα κάποτε μια κάποια περιουσία. Τώρα μένω σε ένα σπίτι 24 τετραγωνικά. Λένε οι συμμαθήτριές μου να έρθουν να πιούμε καφέ. Τους λέω καλέ, δεν χωράνε δύο μαζί στο σπίτι! Εγώ, ξέρεις… χωρίς εμένα δεν γινόταν πάρτυ και με εμένα δεν γινόταν μάθημα” μου λέει και ξεκαρδίζεται.
Μετά σηκώνεται απότομα. “Ήρθε!”, μου λέει. Το λεωφορείο σταματάει, κάνω πίσω για να ανέβει πρώτη. Πατάει στο σκαλί με κόπο, κάθεται στο πρώτο πρώτο κάθισμα και μου κάνει δείχνει να καθίσω ακριβώς απέναντι της. Ανάμεσά μας ο μικρός διάδρομος. Δίπλα μου κάθεται ένας νεαρός.
“Που λες, όπως βλέπεις από αντανακλαστικά σκίζω αλλά θέλω κι εγώ τον χρόνο μου να ανέβω το σκαλί. Βλέπεις, με χτύπησε μια ζαρτινιέρα. Έπεσε πάνω μου” και μου δειχνει γελώντας το δεξί της πόδι. Βλέπω μόνο το μαύρο παντελόνι. “Αλλά είδες που σου είπα να καθίσεις; Αν καθόμουν εγώ εκεί θα του κοβόταν η όρεξη του ανθρώπου.” το χαμόγελο μου δεν λέει να φύγει, οι μυς του προσώπου παίρνουν πλέον εγκεφαλικές εντολές διαρκείας.
Δύο καθίσματα πιο μπροστά ένα κεφάλι με λευκά μαλλιά μέχρι τους ώμους στρέφεται προς το μέρος μας. Η γυναίκα μας χαμογελάει. “Σε άκουσα”, λέει στην Καρυάτιδά μου, “σολάρεις πάλι!” “Δίνω κοντσέρτο για πιάνο και βιολί” , αστράφτει η χάλκινη. “Το βλέπω” ανταπαντά η λευκή, “είπες και για τη ζαρτινιέρα”. “Ε, αφού έπεσε πάνω μου! Κακό του κεφαλιού της” λέει η χάλκινη, “αυτή έσπασε. Άλλο γάλα, κι άλλο καβάλα” και γελάει. “Δεν άκουσα;” ρωτά η λευκή. “Δεν πειράζει, μας ακούν και μικρά παιδιά” λέει παιχνιδιάρικα η χάλκινη. Και γυρίζει και συνεχίζει να μου διηγείται απτόητη. Μου λέει που μένει, σε ποια στάση θα κατέβει, ιστορίες από τα μαγαζιά της γειτονιάς που βλέπει να περνάνε δίπλα μας. Μετά από λίγο σηκώνεται. “Θα πρέπει να ρωτήσω τον οδηγό που ακριβώς θα κατέβω για να πάρω το τράμ. Ε, να μην πάω απότομα και τρομάξει” λέει η και προχωρά σιγά σιγά προς το κουβούκλιο του οδηγού αφού με χαιρετά.
Λίγο πριν την επόμενη στάση η γυναίκα με τα ολόλευκα μαλλιά σηκώνεται και πλησιάζει την πόρτα του λεωφορείου. “Φαντάζεσαι πόσο ωραία θα περνάγανε αυτοί που δουλεύανε παλιότερα μαζί της; Σου είπε που δούλευε;” Ναι, της απαντάω και εξομολογούμαι πως ήταν η πιο ωραία συζήτηση που έχω κάνει σε στάση λεωφορείου. “Ναι, γιατί κανείς δεν μιλάει πια!” διαπιστώνει. Η πόρτα ανοίγει, με κοιτάζει, χαμογελά. “Κυνήγα τα ονειρά σου!” μου λέει με το πιο φωτεινό και πονηρό βλέμμα που έχω δει και σχηματίζει το σήμα της νίκης με τα δύο δάχτυλα. Την κοιτάζω αποσβολωμένη και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τα μεγέθη!
Στην υπόλοιπη διαδρομή, ανάμεσα στα γυάλινα κτίρια, επιστρέφω με σταθερή επιτάχυνση στην Καρυάτιδα που με μεγάλωσε. Με την μακριά, λεπτή, λευκή κοτσίδα της που γυρνούσε γύρω γύρω σε κότσο και την φθαρμένη μαγκούρα. Τα πρησμένα πόδια και την ποδιά στη μέση. Τις τηγανίτες με μέλι, τα παραμύθια για τον Γιάννη που φωνάζει επίμονα τον χαμένο του αδερφό τον Γκιώνη και δεν θα ησύχαζε αν δεν τον βρει, το κατσικάκι στο κουτί που ταΐζαμε με το μπιμπερό για να μεγαλώσει. Και συνειδητοποιώ έκπληκτη, μετά από τόσα χρόνια, πως έκανε τη φτώχεια της να φαίνεται στα παιδικά μου μάτια ανύπαρκτη και την αντικαθιστούσε επιδέξια με συναρπαστικές περιπέτειες. Και αναρωτιέμαι αν δεν την έννοιαζε που δεν πλούτισε ποτέ επειδή είχε άντρα αντάρτη. Η διαδρομή μέχρι το μετρό διαρκεί ξαφνικά δευτερόλεπτα.
Στα μεγάφωνα της αποβάθρας ανακοινώνουν μια ξένη πραγματικότητα. “Σύμφωνα με διαταγή της αστυνομίας ο σταθμός του μετρό Μέγαρο Μουσικής θα παραμείνει κλειστός από τις τέσσερις και μετά για λόγους ασφαλείας”. Κατακαημένοι! Δεν θα γνωρίσετε ποτέ τις Καρυάτιδές μου…