"Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης", Bernard Poulet ( Πόλις )


του Κώστα ΜίντζηραΕνα από τα αγαπημένα στερεότυπα από τότε που η τηλεόραση εισέβαλε σε κάθε σπίτι κι αλλάζοντας συνήθειες και παραδόσεις κυριάρχησε στη θεματολογία κάθε μορφής δημόσιου λόγου είναι, ότι οι εφημερίδες πέθαναν. Η εξάπλωση και χρήση του διαδικτύου τα τελευταία χρόνια ξανάφερε στο προσκήνιο το μέλλον των εφημερίδων, ως επί μέρους ζήτημα της «τύχης» που επιφυλάσσεται στα έντυπα εν γένει.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Μπ. Πουλέ (σε μετάφραση Γ. Αγγελόπουλου- Επίμετρο Ν. Μπακουνάκη) αποκόμισα, αρχικά, την εντύπωση πως ο συγγραφέας είναι έτοιμος να πέσει μαχόμενος με νύχια και με δόντια υπέρ των εφημερίδων, όπως τις ξέρουμε έως σήμερα. Οσο, όμως, προχωράει η ανάγνωση δείχνει να ισορροπεί και να επιχειρεί μια -κατά το μάλλον ή ήττον- νηφάλια προσέγγιση του τύπου και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, ιδιαιτέρως στην ψηφιακή εποχή.

Σελίδα με τη σελίδα, κεφάλαιο με το κεφάλαιο ο αναγνώστης έχει μπροστά του μια ευσύνοπτη μεν, πλην –σχεδόν- πλήρη καταγραφή των εγγενών ζητημάτων του τύπου: το ρόλο του στην ενημέρωση - διαμόρφωση της κοινής γνώμης, τη σχέση του με πολιτικά και επιχειρηματικά κέντρα και την (ασφυκτική) εξάρτησή του από τη διαφήμιση, τη θέση των δημοσιογράφων και τη σταδιακή μείωση (λόγω ηλικίας) των αναγνωστών του, χωρίς να αντικαθίστανται από νέους. Οι σχέσεις του με τα άλλα ΜΜΕ, η αμηχανία του μπροστά στον ψηφιακό κόσμο και την απίστευτη εξοικείωση που από την πρώτη μετα-νηπιακή ηλικία (αν όχι και νωρίτερα) δείχνουν αγόρια και κορίτσια για κάθε «digital» κι ιδίως η δυσκολία προσαρμογής του στη νέα εποχή κυριαρχούν στο βιβλίο του γάλλου δημοσιογράφου και βάζουν σε σκέψεις τον αναγνώστη. Δεν παραλείπει, τέλος, να κάνει κι αναφορές στα μπλογκς και τη λεγόμενη «δημοσιογραφία» των πολιτών, υπερβάλοντας, ίσως, κάπου-κάπου στα αρνητικά και τα θετικά τους.

Η σαρωτική επικράτηση της Google στην ψηφιακή διαφημιστική αγορά (χωρίς να είναι δυνατό, να αγνοήσει κανείς την ιδιοφυή πλευρά της ιδέας των εμπνευστών της), ίσως, δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της να επιφέρει -συντρεχούσης και της προόσφατης οικονομικής κρίσης- τόσο καίρια πλήγματα στον τύπο διεθνώς, εάν τη στάση του δεν χαρακτήριζε μια άλλοτε εμφανής κι άλλοτε συγκεκαλυμμένη «υπεροψία» (αυτού, που -με απώλειες, έστω- επιβίωσε της τηλεοπτικής «επιδρομής») κι εάν δεν προσπαθούσε -μετά πλείστης επιμονής και σε μεγάλο ποσοστό- να ανακτήσει ανεπιτυχώς τις παλιές υψηλές κυκλοφορίες και μέχρι τότε κυρίως να περιστέλλει δαπάνες («cost cutting», κατά την προσφιλή έκφραση των ημερών), για να προσεγγίσει το απωλεσθέν οικονομικό (από έσοδα κυκλοφορίας και διαφήμισης) αποτέλεσμα, αφήνοντας όμως σε δεύτερη μοίρα μια πιό θετική αντίδραση π.χ. τη δημιουργία νέων εκδοτικών προϊόντων.

Ο Πουλέ αναφέρει και μια άλλη αιτία για την αποτυχημένη έως σήμερα αντίδραση του τύπου, χρησιμοποιώντας χωρίς φειδώ τα λόγια του J. P. Dupuy: «Ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι η καταστροφή είναι μπροστά μας, δεν πιστεύουμε αυτό που ξέρουμε. Δεν είναι η αβεβαιότητα που μας εμποδίζει να δράσουμε, είναι η αδυναμία μας να πιστέψουμε ότι το χειρότερο θα έρθει».

Κανείς δεν είναι όμως τέλειος, όπως έλεγε κι ο Οζγκουντ Φίλντιγκ ο 3ος στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εκφραστείτε ελεύθερα, πείτε ότι θέλετε αλλα μην βρίζετε χυδαία για να μην μπαίνουμε σε διαδικασία να σβήνουμε σχόλια, κάτι που δεν το θέλουμε!

Ευχαριστούμε...